Η Σελίδα σας (Απρίλιος 2022)

Posted by at 11 April, at 09 : 45 AM Print

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ ΚΥΠΡΑΙΟΥ (Απόσπασμα)

Το παραχαϊδεμένο παιδί της Ευρυδίκης

Του Φρίξου Πολυκάρπου

Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος και ο Φρίξος ακόμα να βρει τα πόδια του. Το παραχαϊδεμένο παιδί της Ευρυδίκης φαίνεται δεν πήρε την ζωή στα σοβαρά. Έτος 1974. Το σκάσαμε από το βαπόρι με τον φίλο μου Ηρόδοτο από το χωριό Λυθροδόντα και βρεθήκαμε στο Portland Maine, κάπου 300 μίλια από την Αστόρια της Νέας Υόρκης. Χωρίς αποσκευές και με μια σακούλα γεμάτη τσιγάρα Rothmans και ένα τόνο όνειρα ναυλώσαμε ένα ταξιτζή και με 80 δολάρια και καμιά δεκαριά πακέτα τσιγάρα, μας έφερε ολονυχτίς στην Αστόρια. Η Αστόρια ήταν και είναι η σωτηρία του Έλληνα πρόσφυγα και ειδικά στους ναυτικούς ένας λόγος είναι, και τα χιλιάδες εστιατόρια που ‘πεσαν στα χέρια των Ελλήνων με την πάροδο του χρόνου. Φτάσαμε λοιπόν τα ξημερώματα στην Αστόρια και κατασταλάξαμε στο ζαχαροπλαστείο “Ο πύργος “. Θαμώνες τέτοια ώρα δεν είχε το μαγαζί και ο καφές ήταν όλος δικός μας. Με ένα καφέ είχες και free refills. Eνα καλό που έχουν τα ελληνικά εστιατόρια είναι και αυτό, όσο καφέ χωράει το στομάχι σου είναι στην διάθεση σου. περιμέναμε να ξημερώσει για καλά. Αφήσαμε στην μέση τον καφέ και βγήκαμε για βόλτα γύρο από το ζαχαροπλαστείο. Άρονάρον να γνωρίσουμε την καινούργια μας πατρίδα. ποιος μου παραλάλησε να γνωρίσω από κοντά την Αμερική. Όλα καλά και άγια, όλα όμοια, όλα παράξενα και όλα ελεύθερα και ωραία. Εκεί πού τριγυρίζαμε αμέριμνα τους όμορφους δρόμους της Αστόριας, να σου και μια μαύρο ντυμένη γριά να βγαίνει από ένα σπίτι να πετάξει τα σκουπίδια σε ένα μεγάλο αλουμινένιο κάδο. “Καλημέρα δκιουλα” της φωνάζω, “Καλημέρα” απαντάει. “ποθεν είσαι δκιουλα;” “Είμαι από το παλαιχώρι” ελάτε για καφέ, ελάτε. Εμείς τι άλλο θέλαμε. Τα είπαμε με την γριά πηνελόπη και εκεί ακριβώς χαράσσετε η διαδρομή του Φρίξου στην Αμερική. Ελεύθερα πουλιά, χωρίς ρούχα, χωρίς λεφτά, χωρίς γνωστούς, δύσκολη ήταν η κατάσταση, αλλά ψυχολογικά εγώ ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω κάθε εξέλιξη. Eτων 21! Ο φίλος Ηρόδοτος βρήκε κάτι γνωστούς του και το παραχαϊδεμένο παιδί της Ευρυδίκης στο έλεος της μοίρας του.

Αφού ξέπλυνα του κόσμου τα πιάτα σε ένα μήνα στο Μανχάταν, βρέθηκα κιόλας σαν αιχμάλωτος πολέμου στην πολιτεία της Νέας Ιερσέης, χωρίς βαλίτσες και χωρίς καλάθια και το χειρότερο χωρις να γνωρίζω κανένα. Το μεγαλύτερο μου όπλο ήταν η αισιοδοξία μου και η απόλυτη ελευθερία που είχα. Την αισιοδοξία μου την αποδίδω στην Ευρυδίκη, την μάνα μου, γιατί μέχρι πού ήμουν 20 χρονών το όνομα μου ήταν “άγγελε μου” έτσι με φώναζε. Οσο για την ελευθερία, ποίος δεν την γουστάρει, νά ‘σαι και νέος και μάλιστα νά ‘σαι και στην πιο όμορφη πόλη του κόσμου. Ονειρευόμουν από μικρό παιδί την Νέα Υόρκη, την έβλεπα μέσα από τις ταινίες του Μάνιξ και τρελαινόμουν, μάλιστα μια από τις πρώτες μου εξόδους στην Νέα Υόρκη ήταν να ψάχνω να βρω την στολή του Μανιξ. περπατούσα μόνος μου στους 42 δρόμους μπας και βρω αυτή την στολή. Η στολή του που ήθελα ήταν τα κορδόνια που είχε το περίστροφο του. Εμένα όμως τι θα μου έκανε αυτή η ζώνη δεν ξέρω, γιατί δεύτερο παντελόνι δεν είχα, αλλά έψαχνα για τα κορδόνια του Μάνιξ, αν είναι δυνατόν.

Ειχα στην τσέπη μου όλα-όλα καμιά σαρανταριά δολάρια. Την πρώτη μέρα στην Νέα Ιερσέη την έβγαλα στο υπόγειο του εστιατορίου (Menlo Park Diner). Κοιμήθηκα δίπλα από κάτι κομπρεσορους του μαγαζιού που όλη νυκτα δούλευαν ασταμάτητα, έπρεπε να τροφοδοτούν με φρέον τα καμιά 30άρια ψυγεία που ήταν ολα στο δεύτερο πάτωμα. Ξύπνησα λοιπόν το πρωί και με λίγο νερό στο πρόσωπο ντύθηκα κιόλας την άσπρη στολή. Η πρωινή βάρδια ήταν 6-3 . Χωρις χρονοτριβες πίσω από το dish washing machine και δώστου ο Φρίξος να βάζει τα πιάτα στην μηχανή και να πλενονται σαν αστραπή. Τι όμορφη δουλειά λέω και εγώ. πίσω στο άλλο δωμάτιο ο baker να ξεφουρνίζει γλυκά και danishes, έλα-έλα μου λέει ο bakerys πάρε ότι θέλεις από την άλλη μεριά να φεύγουν τα πιάτα το ένα μετά το άλλο, και ο μάγειρας να μου φωνάζει “πώς σε λένε, θέλεις κάτι να φας;”. Θεέ μου, είπα, που είμαι.

Ο καιρός περνάει και εγώ πρέπει να επιβιώσω. 21 ετών και ακόμα δεν ξέρω που παν τα πόδια μου. Στο βαπόρι αφησα όλη την περιουσία μαζί με τα μεροκάματα μου και όλα τα εξωτικά τής καραβαικης. Τελευταία μου σκέψη είπα. Δεν με ένοιαζε διόλου. Το ότι είμαι στην Αμερική αυτό ήταν αρκετό, μα το κυριότερο είχα τα ονειρα μου μαζί μου. Στο εστιατόριο σιγά- σιγά άρχισα να βλέπω πιο καθαρά που πραγματικά βρίσκομαι. Την επόμενη μέρα κοιμήθηκα σε διαμέρισμα που νοίκιαζε ο Χρήστος, ο ιδιοκτήτης μας σε κοντινή απόσταση από το εστιατόριο. Ναι μεν φορούσα το ίδιο παντελόνι για ένα μήνα έξω από το εστιατόριο αλλα ο νοικοκύρης του μαγαζιου μού έδειξε ιδιαίτερη συμπάθεια και φρόντισε κάπως διαφορετικά. Μου έδινε καθημερινώς φρέσκα ρούχα και φαινομουν πεντακάθαρος στο μαγαζι του. Καθαρός, νέος, υγιείς και με την φρεσκάδα του ωκεανού ποιος τη χάρη μου. Μαγνήτης και αν ήμουν! Εκεί στην αβεβαιότητα που ήμουν άρχισα να βλέπω και την συμπάθεια στους εργάτες. περισσότερο όμως μια κυρία παντρεμένη με 2 παιδια στην ηλικία μου. Τον άντρα της τον έβλεπα κάθε μέρα που ερχόταν να την πάρει σπίτι. πήγαινα τακτικά σπίτι τους και τούς σεβόμουν σαν τους γονείς μου, γιατί ήταν ξεχωριστή περίπτωση. Εβλεπα απάνω στο πρόσωπο της την αγάπη της Ευρυδίκης. Ηταν μία όμορφη και συμπαθητική γυναίκα που μου φερόταν σαν μάνα. Δεν άργησε να ρυθμίσω την ζωή μου όπως την ήθελα, σε δύο τρεις μήνες δουλειά γέμισα τούς τόπους με ρούχα. Θυμάμαι μια μέρα πήγα περπατητός στο Menlo Park Mall και ξόδεψα 800 δολάρια, όλα σε ρούχα. Μιλουμε το 1974 που ο μισθός μου ήταν 150 δολάρια την βδομάδα. Είχα μανία με τα ρούχα, νόμιζα πως μού δίναν ιδιαίτερη αξία. πόσο ανόητος ήμουν. περίπου τον ίδιο καιρό αγόρασα και το πρώτο μου καμάρι, ένα Chevrolet Impala του 1969. Έπρεπε κάθε μερικές μέρες να ΄μαι στον μηχανικό. ποίος νοιάζεται. Αρχισα να γίνομαι άλλος άνθρωπος σε μερικούς μήνες. Όλα σε 6 μήνες από την απόλυση μου από τον στρατό και 2 περίπου μήνες από όπου το ‘σκασα από το βαπόρι. Το κατώφλι τής τράπεζας ακόμα να το δω αλλά ούτε είχα και τα κατάλληλα χαρτιά για αποταμίευση χρημάτων. Ήξερα όμως να κρύβω τα λεφτά κάτω από το κρεβάτι, τι απερισκεψία. Νομιζα πώς ήμουν ακόμα στο χωριό και αψήφησα τους λύκους. Ηταν περίπου 800 δολάρια κάτω από το κρεβάτι. Σήμερα πού το σκεφτούμε λέω χαλάλι του ανθρώπου εκείνη την ημέρα, μόλις το έμαθα με στεναχώρησε πολύ γιατί αυτά ήταν δεν είχα αλλά. πάλι απ’ την αρχή.

Ο Χρήστος, ο ιδιοκτήτης του Menlo Park Diner ήταν καλός άνθρωπος. Δεν ξέρω τι είδε πάνω μου αλλά από την πρώτη κιόλας βδομάδα ήθελε να με προωθήσει στην κουζίνα. Και αυτό έγινε. Στην δεύτερη βδομάδα να είμαι πίσω από την grilla να δουλεύω σαν short order cook και σιγά-σιγά να μπαίνω στην κουλτούρα του εστιατορίου και να μαθαίνω και τον χαρακτήρα των ανθρώπων. Το προσωπικό ήταν Έλληνες και κάνα δυο ξένοι. Την μαγειρική την είχα μάθει στα πολεμίδια της Κύπρου. Ήθελα 6 μήνες να απολυθώ από τον στρατό και ο λοχίας του τάγματος με έστειλε να γίνω μάγειρας. Λες και κάτι ήξερε πώς θα μου χρειαζόταν μια μέρα. Εκεί έμαθα κάτι περισσότερα από αυτά που επρόκειτο να μάθω στο μαγαζί του Χρήστου, εδώ όμως στηρίζεται ο μισθός μου και η επιβίωση μου. Δεν άργησα να μπαίνω στο θέμα . Με τους συνεργάτες φιλέψαμε κιόλας. Παίζαμε μπάλα όλοι μαζί τα απογεύματα και η φιλία μας όλο και δενόταν περισσότερο, βόλτες από δω, βόλτες αποκεί, καζίνο, σινεμά, μουσική, μπουζούκια ο Φρίξος να αλωνίζει την Αμερική και η Ευρυδίκη να κλαίει και να οδύρεται για το Νεστάκη της που ‘ναι στην ξενιτιά. Πέρασε αρκετός καιρός στη la la land μα ξαφνικά μια μέρα στο μαγαζί να συμβαίνει το αδιανόητο. Το μαγαζί του Χρήστου στο έλεος της φωτιάς. Και αυτό να γίνεται μέρα μεσημέρι πάνω στο lunch time. Οι εργάτες και πελάτες σαν αστραπή εξαφανίστηκαν από το εστιατόριο, εκτός δυο άτομα ο ένας ήμουν εγώ. Ο Χρήστος ήταν και φίλος μου, μάλιστα γνώρισε και τούς δικούς μου στην Κύπρο σε ένα ταξίδι που έκανε. Εγώ τώρα που με χρειάζεται έπρεπε να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων. Άρπαξα τον πυροσβεστήρα του μαγαζιού και τα’ βαλα με την φωτιά ώσπου και ήρθαν τα οχήματα της πυροσβεστικής. Έκαψα τα χέρια μου . Τα μούτρα μου ‘γίναν ολόμαυρα από τους καπνούς. “Get out, get out ” μου φώναζαν οι πυροσβέστες, ώσπου και βγήκα στο parking lot . Στο παρκινγκ λοτ, ένας πιατάς να μου κάνει παράπονο πώς οι άλλοι εργάτες πού ‘μέναν στο διαμέρισμα σπάσανε τις πόρτες στο διαμέρισμα και του ‘κλεψαν τα πράματα του. Και η δικιά μου η πόρτα ήταν ανοικτή; ναι τα μάζεψαν όλα και ‘φυγαν για την Νέα Υόρκη. Και τώρα; γυρίζω στο παρκινγκ να δω κανένα γνωστό και να ο bakery’s να παρακολουθεί την εξέλιξη της φωτιάς. Και τώρα πού θα πα να κοιμηθείς με ρωτά. Δεν ξέρω του είπα. Το διαμέρισμα κλειστό και οι φίλοι μας ‘γίναν καπνός και αυτοί του είπα πάλι. Ξέρω κάτι γνωστούς θέλεις να τους ρωτήσουμε αν έχουν διαμέρισμα για σένα. Και που είναι το μέρος; Στο Rahway μου απάντησε. Σε 25 λεπτά φτάσαμε στο σπίτι. “Έχεις διαμέρισμα για τον κύριο” ρωτήσαμε την ιδιοκτήτρια; το παιδί δεν έχει λεφτά. Κανένα πρόβλημα, αφού είναι γνωστός σου μου τα δίνει άμα πιάσει δουλειά, μας απάντησε η σπιτονοικοκυρά. Σε 10 λεπτά με το κλειδί στο χέρι και ο Νίκος o bakery’s να φεύγει για το σπίτι του. Έξω σκοτείνιασε κιόλας. Που να πάω τέτοια ώρα που δεν ξέρω και την γειτονιά. Άνοιξα την πόρτα στο διαμέρισμα και τι να δω ούτε καρέκλα ούτε κρεβάτι. Πάλι από την αρχή. Το βράδυ την έβγαλα στο πάτωμα χωρίς μαξιλάρι και χωρίς σκέπασμα. Μεσάνυκτα και να μη με παίρνει ο ύπνος. Ανοίγω το ψυγείο να φάω κάτι μα ήταν αδειανό. Ανοίγω πιο μέσα το ντουλάπι των φρούτων και βλέπω ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, έμοιαζε σαν ξερό ξύλο. Το έφαγα γιατί πεινούσα δεν είχα επιλογή.

Μήνας Γενάρης, έτος 1975. Rahway, New Jersey. Ανυπόμονος ξύπνησα πολύ πρωί. Το βράδυ κοιμήθηκα νηστικός με ένα κομμάτι ξερό ψωμί που βρήκα στο ψυγείο. Το κρεβάτι μου ήταν το ξύλινο πάτωμα χωρίς μαξιλάρι και χωρίς σκέπασμα. Τίποτα δεν έχω στην διάθεση μου, παρά μόνο ζεστό νερό και την προσωπική μου ιδιότητα. Πρώτη μου δουλειά να κάνω ένα μπάνιο και να βγω της πόρτας, έτσι και αλλιώς δεν είχα απολύτως τίποτα να με κρατήσει το διαμέρισμα. Ούτε για καφέ. Έτσι και έκανα. Κατεβαίνω τα σκαλιά να βγω στον δρόμο και αντικρίζω μπροστά μου όλα να είναι κάτασπρα. Δρόμοι κλειστεί και τα αυτοκίνητα να μην κυκλοφορούν. Βλέπω στον δρόμο έναν αφρικανό να περπατά μέσα στα χιόνια λες και πατούσε μέσα σε λάσπες από πηλό. Τα γόνατα του τα ύψωνε μέχρι το στήθος του στο κάθε του βήμα. .”It’s a blizzard” μου φωνάζει από μακριά, “are you familiar with the area?”, τον ρώτησα “why?” μου απαντά. “Any restaurant around?”, “this way, a mile away down the road” μου απαντά. Και συνεχίζει την πορεία του. Εγώ τώρα τι μπορούσα να κάνω, έχω δυο πόδια γερά και την υγεία μου, πρέπει να τα καταφέρω, λεφτά δεν έχω, το στομάχι γουργουρίζει και το καμάρι μου το Chevrolet impala πάει και αυτό. Να δούμε πότε θα το ξανά οδηγήσω. Κατασχέθηκε από την αστυνομία του Metuchen γιατί το πάρκαρα σε λάθος μέρος και δεν μού το επέστρεφαν χωρίς τον τίτλο. Ξεκινώ την διαδρομή να βρω το εστιατόριο αλλά τι χιόνια είναι αυτά μέχρι το γόνατο. Με τόσα χιόνια πόσο γρήγορα θα έφτανα στον προορισμό μου. Σκοπός μου ήταν να φτάσω με όλο το κόστος. Ο Αφρικανός κύριος μού είπε ένα μίλι είναι όμως ένα; Είχα όμως την διάθεση και την θέληση. Περπατούσα για πολλή ώρα και εστιατόριο δεν έβλεπα. Δεν ξέρω αν είναι η ταχύτητα με την οποία περπατούσα ή τα πολλά χιόνια ή ακόμα η πραγματική απόσταση. Για μια στιγμή πάγωσαν τα πόδια μου από το κρύο. Στάθηκα στην μέση του δρόμου και δεν είχα αντοχή ούτε για ένα παραπάνω βήμα. Από το παράθυρο ένας ηλικιωμένος γεροντάκος φαίνεται απολάμβανε την ομορφιά της φύσης και τις νιφάδες του χιονιού, με βλέπει ακίνητο στη μέση του δρόμου. Έρχεται έξω με αγκαλιάζει και μού λέει, come on, come on με παίρνει σπίτι του τραβώντας με από το χέρι και μου λέει να ζεστάνω τα χέρια μου πάνω στις σωλήνες του ατμού. Ο γεροντάκος φαίνεται αμέσως πήγε στην κουζίνα να μου φέρει ζεστό τσάι, τι γυρεύω εδώ είπα μέσα μου, τον χαιρέτισα δυνατά του είπα και ένα δυνατό ευχαριστώ και συνεχίζω την πορεία μου. Σιγά-σιγά βρήκα το εστιατόριο. Από μακριά βλέπω μια μεγάλη ταμπέλα που έλεγε GALAXY DINER AND REAUSTARANT. Αυτό θα είναι είπα. Έκατσα στο πρώτο κάθισμα στο counter. Βλέπω ένα καθαρό και συγυρισμένο κύριο με άσπρα ρούχα να παίρνει καφέ από την καφετιέρα και σιγά-σιγά να έρχεται κοντά μου “Can I help you” μου λέει. Ψάχνω για δουλειά και τι δουλειά ξέρεις; πιατάς του απάντησα. Περισσότερες ελπίδες είχα για πιατάς παρά μάγειρας, καλύτερα να ζητήσω μια δουλειά που δεν θα μου αρνηθεί. Ναι θέλω πιατά έλα αύριο στις 11. Πεινάς; όχι του λέω, ένα καφέ βάλε μου, ας είχα και τρεις μέρες νηστικός. Πριν να τελειώσω τον καφέ μου φέρνει μια πιατέλα με ένα turkey club με French fries και μια γυάλινη κανάτα με κόκα-κόλα και να μου λέει “Καλήν όρεξη Κυπραίο”.

Από αριστερά: Κυριάκος Πολυκάρπου, (ο πατέρας του Φρίξου), η Αθηνά (η γυναίκα του), ο Φρίξος, η μάνα του Ευριδίκη και τα τρία από τα τέσσερα παιδιά του, ο Κυριάκος, η Μαρίτσα και ο Παναγιώτης. Το 1988 στο Botanic Garden στο Flushing, NY.

Φαίνεται ο ευγενικός κύριος διάβαζε τον κόσμο από μακριά. Εσύ από που είσαι; από την Κάρπαθο. Και πώς σε λένε Μανώλη μου απαντά. Ευχαρίστησα τον Μανώλη και του υποσχέθηκα θα είμαι στην ώρα μου. Έφυγα για το σπίτι. Πέρασαν ήδη πέντε- έξη μήνες από τότε που ξεπάρκαρα στην Αμερική, αλλά εγώ να είμαι πάλι απένταρος και να αλλάζω καταφύγιο κάθε τόσο, λες και να ήμουν κατατρεγμένος, ή καλύτερα λες και κάποιος να με άρπαξε από το χέρι και να ‘θελε να με εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης. Μεγάλωσα αρκετά να καταλάβω τι παιχνίδι μου έπαιζε ο κύριος από ψηλά, αν και ήμουν στην χώρα της επαγγελίας να μη θέλει να στεριώσουν λεφτά πάνω μου. Σκέφτηκα πως θα ήταν πιο εύκολα να ακολουθήσω το αόρατο χέρι απένταρος παρά φορτωμένος χρήμα. Στο προηγούμενο σπίτι που έμενα στο Metuchen ένα όνειρο ερχόταν να με ξυπνήσει με μια μαυροντυμένη κυρία να μου λέει “είσαι εδώ για να σωθείς” θυμάμαι το ίδιο όνειρο με τα ίδια λόγια δυο φορές. Τι σημασία είχε το όνειρο στην ζωή μου δεν του έδωκα προσοχή, ώσπου και πέρασαν πολλά χρόνια όταν αποφάσισα 24 χρόνια πριν, ο Φρίξος με την κόρη του Ευριδίκη. να βάλω τα πράγματα στην σειρά . Στο μαγαζί του Μανώλη από την Κάρπαθο ένοιωσα από την πρώτη μέρα πως ήμουν σε ήρεμα νερά . Ένοιωσα την αγάπη του κόσμου από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο άνθρωπο στο μαγαζί, σαν κάποιος σαν αστραπή να το διαλάλησε πως ένας Κύπριος κακομοίρης είναι ο καινούργιος εργάτης του μαγαζιού και έπρεπε όλοι εμείς οι Καρπάθιοι να τον βοηθήσουμε. Από την άλλη μεριά του ατλαντικού στην Κύπρο, οι καμπάνες να κτυπούν μέρα-νύκτα . Ο Τούρκος εκπληρώνει το έγκλημα του χωρίς ίχνος ντροπής ενώπιον του κόσμου όλου. Τι όμως μπορούσα να κάνω; τα κινητά τηλέφωνα και το ίντερνετ ακόμα δεν ήταν στην διάθεση του κόσμου. Ελληνικές εφημερίδες δεν υπήρχαν στην περιοχή μας και τα νέα τα μάθαινα από το New York Times με τα λίγα εγγλέζικα που ήξερα και με ένα λεξικό κάπως έμπαινα στο θέμα. Υπό άλλες συνθήκες εγώ έπρεπε να τρέξω στο 291 τπ στις Ακράδες να καταταγώ στο τάγμα μου, όπως όλοι οι στρατιώτες που υπηρέτησαν εκεί. Δεν ξέρω τι απέγιναν οι στρατιώτες του τάγματος, ήταν όμως οι πρώτοι που θα ‘πεφταν στο στόμα του λύκου, ίσως να ερχόταν και μένα η σειρά να ‘πεφτα και εγώ θύμα της προδοσίας του Κυπριακού… (Η συνέχεια μελλοντικά)

Η ΣΕΛΙΔΑ ΣΑΣ: Η στήλη αυτή, θα φιλοξενεί δικά σας έργα τέχνης, ζωγραφική, φωτογραφίες, ποιήματα (δαχτυλογραφημένα) και κείμενα. Παρακαλούμε αποστείλατε υλικό στο email μας estiator@estiator.com για την στήλη “Η ΣΕΛΙΔΑ ΣΑΣ”. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΤΗΛΗΣ: ΒΙΚΥ ΤΣΑΒΑΛΙΑ

H Σελιδα σας ,

Related Posts

Comments are closed.