Η Σελίδα σας (Μάιος 2021)
Posted by estiator at 7 May, at 04 : 56 AM Print
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ήταν σύγχρονος Έλληνας ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός. Το πραγματικό όνομα του είναι Κωνσταντίνος Δημητριάδης. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου 1931 και πέθανε στη γενέθλια πόλη στις 11 Αυγούστου 2020.
Ιστορία της φωτογραφίας
Η φωτογράφιση του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου – όπου η συγκεκριμένη φωτογραφία- πραγματοποιήθηκε για τις ανάγκες της συνέντευξης που έκανε ο Παύλος Μαυρογιάννης για λογαριασμό της κυπριακής εφημερίδας «ΕΝΩΣΙΣ» στις 5.11.2007 στο εστιατόριο «Οψοποιείον η ωραία Ελλάς» που διατηρούσε ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη. Η συγκεκριμένη λήψη είναι με φόντο τη συλλογή φωτογραφιών με γαϊδούρια σε μια γωνιά του μαγαζιού, ενός ζώου που ο Ντίνος υπεραγαπούσε (έγραψε άλλωστε και σχετικό ποίημα).
Φωτογραφίες © Δημήτρης Γ. Λουζικιώτης www.louzikiotis.com / www.louzikiotis.gr
ΒΑΡΙΑ Η ΣΑΚΑ ΜΑΜΑ
Ήτανε πολλά χρόνια πριν θυμάμαι, την εποχή που φτάσανε στο σπίτι στο μικρό μέρος, δυο σχολικές τσάντες από την μεγάλη πόλη. Ενθουσιασμός, θες να ‘ταν, υποψία. Ύστερα δυο μικρές ψυχές τις έστηναν στην πλάτη, και το ταξίδι ξεκινούσε από το πρωί, ταξίδι ναι, ή ταλαιπωρία θα λεγόταν. Εκεί αντιλαμβάνεσαι πως η αρχή είναι δύσκολη και η σάκα βαριά, που όλο πιο πολύ βαραίνει όσο τα εφόδια πληθαίνουν. Χιόνι, κρύο, ποδαράτο, κρύο πάλι… ένα αυγό, δυο δραχμές και ένα κόκκινο μήλο στο μικρό μπακάλικο να κοιτάζει το μικρό δακρυσμένο παιδί αμίλητο. Είχε την δικιά του ιστορία και αυτό, άλλη φορά. Κάπου ερχόταν το ταξί και κάπου δεν ερχόταν. Δυο παιδικές ψυχές και ένα σχολείο μακρινό, στα απέραντα των στροφών από χωματόδρομο. Που πάμε μεγάλη αδερφή μετά από εδώ… στην Αμερική μικρούλα. Ύστερα ήρθαν κι άλλες σάκες, αλλά σχολεία, άλλες διαδρομές, και τα παιδιά μεγάλωσαν, μα μέσα, οι πάντα μικρές ψυχές κοιτούσαν αριστερά και δεξιά ψάχνοντας το χέρι του γονιού. Και η φωνή πιο βραχνή έλεγε “υπομονή, μεγαλώσατε πια”. Βαριά η σάκα μαμά και μεγάλη, ώσπου ήρθε ο καιρός να παίξει το ρόλο του κουμπαρά. Και εκεί τα παιδιά καθόλου δια μαγείας, ότι ήθελαν έβαζαν τα χέρια μέσα και το ‘βγάζαν. Τα αγαθά κόποις κτώνται. Ξέρεις τι ήθελα αδελφή… εκείνο το κόκκινο μήλο τότε στο μικρό μπακάλικο.
■ ■ ■
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
Η μετανάστευση μου πάει, έχει το χρώμα της απουσίας… και επιστρέφει αγγελικά, σαν τον θάνατο που σκότωσε το παιδί μα άφησε τον γέρο να μεγαλώσει… αλλά τόσο κουράστηκα…
■ ■ ■
ΜΗΝ ΥΠΟΤΙΜΑΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
Και ο ποιητής αποφάσισε… στα χωράφια τα χαρτιά δεν φυτρώνουν ξανά δέντρα… είδα τα παλιά μου χαρτιά πεταμένα στα τσιμέντα, μην υποτιμάς τον θάνατο, εκείνος δεν το κάνει, σου παίρνει τον άνθρωπο και σου αφήνει εκείνες τις πεταμένες σκέψεις του στο υπόστεγο, με τους ψήλους πάνω στις παλιές ψάθινες καρέκλες… τα είδα και δεν τα ‘ μάσα, άφησα τον εξευτελισμό μου στα χέρια σου, ύστερα στην φύση και μετά στους οικοδόμους. Χμ, ποιος θα περίμενε πως με τις σελίδες εκείνες θα χτιζόταν σπίτι…
Βασιλική
(oudetera@yahoo.com)