Πολέμησαν σαν Αμερικανοί!

Posted by at 10 November, at 06 : 23 AM Print

του Jeoffrey Wawro* (New York Times)

Σχεδόν το ένα τέταρτο των στρατιωτών  που πολέμησαν στην Έυρώπη το 1918  ήταν γεννημένοι στην αλλοδαπή

 

Ο Χιώτης ήρωας του Α’ Παγκόσμιου
Πολέμου, Γεώργιος Διλβόης

ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΗΚΑΝ εκατό χρόνια από τότε που ο Στρατηγός Τζον Πέρσινγκ έδωσε τη διαταγή για την έναρξη της τελευταίας μεγάλης επίθεσης των Συμμάχων εναντίον της Γερμανίας στη στροφή του Ποταμού Μεύση στη βόρεια Γαλλία, η οποία έθεσε τέλος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δύο μήνες αργότερα.

Χωρίς την επέμβαση των ΗΠΑ, ο πόλεμος ενδεχομένως θα κατέληγε σε νίκη των Γερμανών ή θα αργόσβηνε σε ισοπαλία, αφήνοντας στην κατοχή της Γερμανίας μεγάλα τμήματα της Γαλλίας, της Ρωσίας και του Βελγίου. Το κόστος της νίκης, όμως, ήταν μεγάλο. Στη μάχη του Μεύση-Αργκόν, σε ό,τι αφορά μόνο τις αμερικανικές δυνάμεις, τραυματίστηκαν 122.000 στρατιώτες, από τους οποίους σκοτώθηκαν 29.000.

Το γεγονός ότι πάνω από 1 εκατομμύριο Αμερικανοί πολέμησαν σε έναν Ευρωπαϊκό πόλεμο είναι από μόνο του εντυπωσιακό. Όμως, το δημογραφικό των στρατιωτών είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό. Σε ορισμένες μονάδες του στρατού του Πέρσινγκ, γνωστό ως Αμερικανικό Εκστρατευτικό Σώμα, οι πιθανότητες να είχαν γεννηθεί οι στρατιώτες στην αλλοδαπή ήταν ίδιες με το να ήταν αμερικανογεννημένοι.

Χάρη στο μεταναστευτικό κύμα, οι ΗΠΑ υπέστησαν μια σημαντική πληθυσμιακή μεταβολή στις αρχές του 20ού αιώνα. Στις αρχές του Εμφυλίου Πολέμου υπήρξε μια χώρα της οποίας ο λευκός πληθυσμός αποτελείτο από πολίτες 60% βρετανικής καταγωγής και 35% γερμανικής, ενώ λίγο πριν το Μεγάλο Πόλεμο, είχε μεταμορφωθεί σε ένα ταραγμένο «χωνευτήρι», όπου οι δημογραφικές αλλαγές αποτυπωνόταν ως εξής: 11% βρετανική καταγωγής, 20% γερμανικής, 30% ιταλικής και λατινοαμερικανικής και 34% σλαβικής.

Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι Γερμανοί επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν τον πολυεθνικό χαρακτήρα του αμερικανικού στρατού ως εργαλείο προπαγάνδας. Οι Γερμανοί ειρωνευόταν τους «doughboys» (ζυμαρόπαιδα ή ονομασία πρώιμου είδους ντόνατς), όπως ήταν το παρατσούκλι των Αμερικανών στρατιωτών, αποκαλώντας τους «μισούς Αμερικανούς».

Πολλοί Αμερικανοί έτρεφαν την ίδια περιφρόνηση για το «χωνευτήρι» πού εξέφραζαν και οι Γερμανοί. Για παράδειγμα, ο γερουσιαστής Χένρυ Κάμποτ Λοντζ από την Μασαχουσέτη επιχείρησε το 1896 να συμψηφίσει στις κατηγορίες των απαγορευμένων μεταναστών που αποτελούνταν από «ζητιάνους, κατάδικους, και φορείς νοσημάτων» και τους «Ιταλούς, Ρώσους, Πολωνούς, Ούγγρους, Έλληνες και Ασιάτες», οι οποίοι θα έφταναν στις ακτές της Αμερικής και κατόπιν εξετάσεως θα αποδεικνυόταν αναλφάβητοι. Ιδανικά, ο Λοντζ ζητούσε να περιοριστεί η απόδοση ιθαγένειας μόνο σε όσους κατάγονταν από «τις πρωταρχικές φυλετικές ομάδες που εγκαταστάθηκαν στις 13 αποικίες». Όπως ισχυριζόταν, οι υπόλοιποι ήταν «άνθρωποι της παράγκας, εγκληματίες και ανήλικοι παραβάτες».

Το 1918, με έναν στους τρεις Αμερικανούς γεννημένους στην αλλοδαπή ή προερχόμενους από αλλοδαπούς γονείς, το αντιμεταναστευτικό συναίσθημα άρχισε να γίνεται σύνηθες στην Αμερική. Μειονεκτικοί χαρακτηρισμοί για τη φυλετική καταγωγή μεταναστών χρησιμοποιούνταν σε καθημερινή βάση μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα. Ακόμη και πολύ σπουδαίοι Αμερικανοί όπως ο Τεντ Ρούσβελτ έσπερναν υποψίες ανάμεσα στον πληθυσμό εναντίον των «αλλοεθνών Αμερικανών» τόσο επιτυχώς, ώστε ακόμη και ο πολιτικός του αντίπαλος, Γούντροου Ουίλσον, υιοθέτησε την αρχή ότι «όποιος προσθέσει την εθνικότητά του στον όρο Αμερικανός βαστάει επάνω του μαχαίρι, το οποίο είναι έτοιμος να μπήξει στα ζωτικά όργανα της Αμερικανικής Δημοκρατίας».

 

  Χερστ: Οι ξένοι να υπηρετούν στον στρατό

 

Χρειάστηκε ο μεγιστάνας του Τύπου Ουίλιαμ Ράντολφ Χερστ να προβάλει τον παράδοξο ισχυρισμό ότι οι «ξένοι» Αμερικανοί πολίτες με σύνθετες εθνικότητες έπρεπε να υπηρετήσουν στο στρατό. Μετά την κήρυξη του πολέμου από τον Ουίλσον, ο Χέρστ βροντοφώναζε από τις 36 εφημερίδες και τα περιοδικά του ότι «αν στείλουμε τα “ακραιφνώς Αμερικανικά’’ αγόρια μας στο δυτικό μέτωπο, αυτοί οι “ξένοι τεμπέληδες που βρίσκονται σε αμερικανική γη’’ – αυτά τα “αποδημητικά πουλιά’’ – θα πάρουν τις δουλειές στην Αμερική και θα εργάζονται σε ασφαλείς συνθήκες, βγάζοντας κέρδος, την ώρα που οι “γνήσιοι Αμερικανοί’’ πεθαίνουν στη Γαλλία». Άλλοι, πάλι, θεωρούσαν τη στρατιωτική θητεία εργαλείο αφομοίωσης. Ο Ρούσβελτ έλεγε ότι «η στρατιωτική σκηνή θα λάβει θέση δίπλα στο δημόσιο σχολείο ανάμεσα στους μεγάλους συντελεστές του εκδημοκρατισμού».

Κι έτσι, σχεδόν το ένα τέταρτο των Αμερικανών επιστρατευμένων το 1918 ήταν ξένοι ή νεοφερμένοι. Η 32α Μεραρχία, η οποία αποτελούνταν από Εθνοφύλακες από το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν, επωνομαζόταν η «Μεραρχία Γκεμουτλικάιτ» – από την γερμανική λέξη για άνεση και οικειότητα – διότι περιλάμβανε τόσους Γερμανούς μετανάστες. Σύμφωνα με έναν αξιωματικό, οι κατάλογοι της μεραρχίας «έμοιαζαν σαν το επιτελείο του Χίντενμπεργκ».

 

Πώς τα πήγε, λοιπόν, αυτός ο «μισός αμερικανικός» στρατός στον Α΄ ΠΠ;

 

Τα πήγε περίφημα. Παρόλο που τα «ζυμαρόπαιδα» μιλούσαν 49 διαφορετικές γλώσσες, δυσχεραίνοντας την εκπαίδευση και διοίκησή τους, οι μετανάστες πολέμησαν το ίδιο γενναία και απεγνωσμένα με τους γηγενείς Αμερικανούς. Στο άκουσμα του μείγματος των γλωσσών από το αντίπαλο χαράκωμα, οι Γερμανοί που είχαν σταλεί να πολεμήσουν εναντίον της 77ης αμερικανικής μεραρχίας στο δάσος της Αργκόν, νόμισαν ότι πολεμούσαν εναντίον Ιταλών στρατιωτών που είχαν πάει προς βορρά για να ενισχύσουν τους Γάλλους. Δεν ήταν όμως Ιταλοί, αλλά Αμερικανοί από τη συνοικία της «Μικρής Ιταλίας» του Μανχάταν.

Οι Γερμανοί έμειναν κατάπληκτοι από τους Αμερικανούς που αιχμαλώτιζαν στα πεδίο των μαχών. Πίστευαν ότι ο αμερικανικός στρατός, με όλους τους μετανάστες οπλίτες του, θα κατακερματιζόταν στα ηθικά καταρρακωμένα εθνικά κομμάτια εξ ων συνετέθη όταν πιεζόταν. «Στην πλειονότητά τους, είναι παιδιά αλλοδαπών», θύμιζε μια εγκύκλιος του γερμανικού επιτελείου στους ανακριτές. Όμως, οι ελπίδες που έτρεφαν οι Γερμανοί για την αποσύνθεση των αμερικανικών δυνάμεων διαψεύστηκαν στο πεδίο των μαχών. «Αυτοί οι μισοί Αμερικανοί εκφράζουν, χωρίς δισταγμό, συναισθήματα που ταιριάζουν σε γνήσιους γηγενείς. Η ποιότητά τους είναι αξιόλογη. Είναι γεμάτοι από αφελή πεποίθηση», σημείωναν απελπισμένοι οι Γερμανοί.

Η «αφελής πεποίθηση» αποτελεί μια, όσο κάθε άλλη, καλή περιγραφή για το τί σημαίνει να είναι κανείς Αμερικανός. Αναφέρεται σε ένα σύμπλεγμα ανωτερότητας που γεννάται από μια μεταμορφωτική ευκαιρία που δεν υπολογίζει την κοινωνική τάξη των προσώπων. Αυτήν την ευκαιρία αναζητούσαν οι άνδρες και γυναίκες που πλημμύρισαν την Αμερική στις αρχές του περασμένου αιώνα, όπως κάνουν σήμερα όσοι μεταναστεύουν εδώ και εξακολουθούν να βλέπουν τον στρατό σαν οδό για την κτήση της αμερικανικής υπηκοότητας και την απόκτηση σεβασμού.

Αμερικανοί που επισκέπτονται τα κοιμητήρια των ΗΠΑ στη Γαλλία από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα εντυπωσιαστούν από τον αριθμό των «ξένων τεμπέληδων» και «μισών Αμερικανών» που βρίσκονται εκεί. Τα μη αφομοιωμένα ονόματα που αναγράφονται στα μνήματα – Οτάβιο Φισκαλίνι, Αλεκσάντρ Σκάζκοβς, Όλαφ Κνούτσον – επιβεβαιώνουν ότι μέσα από τις, επονομαζόμενες από τον Γερουσιαστή Λοντζ, «αφύλακτες πύλες της Αμερικανικής υπηκοότητας», πέρασαν χιλιάδες άνδρες έτοιμοι να πεθάνουν για τις ΗΠΑ (Το Estiator προσθέτει και τον φημισμένο ήρωα τον Χιώτη, Γεώργιο Διλβόη).

 

 


* Ο Τζέφρυ Βάβρο, καθηγητής ιστορίας και διευθυντής του Κέντρου Στρατιωτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Βορείου Τέξας, είναι ο συγγραφέας του υπό έκδοση βιβλίου «Sons of Freedom: The Forgotten American Soldiers Who Defeated Germany in World War I».

HOME PAGE

Related Posts

Comments are closed.