Η κοινότητα του Αγίου Δημητρίου Αστόριας

Posted by at 2 September, at 00 : 54 AM Print

■ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΑΝΔΡΙΩΤΗ “Η ΠΟΡΕΙΑ ΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΡΑΣΟ…”

Στο τεύχος Ιουλίου αναγγείλαµε την έκδοση του βιβλίου “Η πορεία µου χωρίς ράσο…” του γνωστού οµογενειακού παράγοντος Νίκου Α. Ανδριώτη. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην ζωή του στην Νίσυρο από τα παιδικά του χρόνια και µεταξύ των άλλων στην σχέση του µε την µεγαλύτερη ελληνική κοινότητα στην Αµερική, του Αγίου Δηµητρίου της Αστόριας. Από τα πολλά, εξαιρετικού ενδιαφέροντος κεφάλαια του βιβλίου, διαλέξαµε αυτό που αναφέρεται στην Κοινότητα της οποίας ο κ. Ανδριώτης διετέλεσε έξι φορές Πρόεδρος επί δεκαετίες µέλος του Διοικητικού Συµβουλίου και επί 16 χρόνια τώρα Πρόεδρος της Σχολικής Επιτροπής. Ο κ. Ανδριώτης αφιέρωσε την ζωή του στην Κοινότητα, στην οποία προσέφερε και προσφέρει πολύτιµες υπηρεσίες, όπως θα διαπιστώσουν οι αναγνώστες µας.

Η ΣΧΕΣΗ µου µε την κοινότητα του Αγίου Δηµητρίου στην Αστόρια, η οποία ιδρύθηκε το 1927, ξεκίνησε βασικά από ένα γεγονός το οποίο στάθηκε αφορµή για να γίνω ενεργό µέλος της. Φαίνεται πως µερικές φορές συµβαίνουν κάποια πράγµατα που µας καθορίζουν από µόνα τους την πορεία µας, αισθανόµενοι υπάκουοι στο κέλευσµα του χρόνου.

Με το µεγάλο µεταναστευτικό κύµα της δεκαετίας 1960-’70, η κοινότητα του Αγίου Δηµητρίου πληµµύριζε τότε από κόσµο και κυρίως από νεόφερτους µετανάστες.

Ήταν το 1969, στη δεύτερη Ανάσταση, που γίνεται πάντα το µεσηµέρι της Κυριακής του Πάσχα και προΐστατο ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος. Για την κοινότητα ήτανε το µεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς. Ερχόντουσαν οµογενείς σχεδόν απ’ όλη τη Νέα Υόρκη, ακόµα κι από άλλες περιοχές. Ήτανε και µια ευκαιρία να ανταµώσουν συγγενείς, φίλοι και συχωριανοί, ενώ ωραίες κυρίες µε καπέλα «έκλεβαν την παράσταση».

Παράλληλα, ως καινούριοι µετανάστες µεταφέραµε µαζί µας κι όλα τα έθιµα από την Ελλάδα. Ακόµα και τα βαρελότα. Έτσι, λοιπόν, εκείνη τη µέρα καιγόταν ο τόπος … Ούτε η αστυνοµία δεν µπορούσε να ελέγξει την κατάσταση. Πολλοί νέοι δεν είχαν µπει στο νόηµα του αµερικανικού νόµου και λειτουργούσαν µε τη νοοτροπία που επικρατούσε στην πατρίδα, αγνοώντας τις όποιες συνέπειες.

Ο Ιάκωβος ήτανε τότε στις δόξες του. Όταν βγήκε έξω από την εκκλησία και πριν πει το «Χριστός Ανέστη» άρχισαν να σκάνε δεκάδες βαρελότα. Φασαρία και πανζουρλισµός. Αρχικά, έγινε σύσταση από µικροφώνου να σταµατήσουν. Ακολούθησε και δεύτερη έκκληση από τον ίδιο τον Ιάκωβο. Οι σύµβουλοι της κοινότητας άρχισαν να κυκλοφορούν ανάµεσα στον κόσµο και να φωνάζουν: «Σταµατήστε! Δεν ντρέπεστε;»

Κι επειδή δεν σταµατούσαν, κάποια στιγµή ο Ιάκωβος µάζεψε τα ράσα του και µπήκε µέσα στην εκκλησία, όπου έψαλε το «Χριστός Ανέστη», αφήνοντας έξω τρεις χιλιάδες ανθρώπους. «Χριστός και Παναγία!» είπα στον εαυτό µου, «µα είναι δυνατόν;»

Γύρω στα δεκαπέντε άτοµα µαζευτήκαµε σ’ ένα σηµείο στο προαύλιο της εκκλησίας και φωνάζαµε: «Ντροπή σας! Τι φταίµε εµείς; Όταν βγείτε έξω θα σας γιουχάρουµε».

COVER-STORY-w

Μόλις τελείωσε η θεία λειτουργία, έκλεισαν τις πόρτες κι εµείς περιµέναµε απ’ έξω. Ο κόσµος άρχισε να αποχωρεί. Οι διαµαρτυρόµενοι παραµείναµε εκεί και περιµέναµε τον Ιάκωβο για να εκφράσουµε τη δυσαρέσκειά µας γι ‘ αυτό που έκανε. Σκεφτόµασταν «πού θα πάει, κάποια στιγµή, θα ανοίξουν τις πόρτες για να φύγει». Όµως, τον είχαν φυγαδεύσει από την πίσω πόρτα που οδηγούσε στο χώρο στάθµευσης αυτοκινήτων.

Δεν µου άρεσε καθόλου αυτή η συµπεριφορά, τόσο του Ιάκωβου, όσο και των στελεχών της κοινότητας. Με ενόχλησε πολύ ο τρόπος που µας αντιµετώπισαν. Και έτσι, για πρώτη φορά, µου ήρθε αυθόρµητα στο µυαλό η σκέψη να συµµετάσχω ενεργά στα δρώµενα της κοινότητας. Θεώρησα πως ήτανε άδικο αυτό που έγινε για τους χιλιάδες πιστούς και πως ήτανε αποτυχηµένη η προσπάθεια των µελών του συµβουλίου, οι οποίοι δεν κατάφεραν να γίνει κανονικά η λειτουργία της δεύτερης Ανάστασης.

Από εκείνη την Κυριακή του Πάσχα, πέρασαν δυο χρόνια ώστε να γίνω µέλος του διοικητικού συµβουλίου, αφού µε είχαν συµπεριλάβει στο ψηφοδέλτιο. Δεν είχα καµία γνωριµία. Με ψήφισαν οι τότε παράγοντες και εκλέχθηκα σύµβουλος. Τον Ιανουάριο του 1972, ανέλαβα τη θέση του γραµµατέα των ελληνικών. Δεν ήτανε και εύκολο να βρουν κάποιον που να γνωρίζει να γράφει καλά στα ελληνικά. Γραµµατέας των αγγλικών ήτανε µια πανέξυπνη και µορφωµένη γυναίκα που δοί)λευε τότε στη Bell Telephone, η Τζούλια Βαρβαρίκου.

Εκείνα τα τέσσερα µε πέντε χρόνια που υπηρέτησα σ’ αυτή τη θέση, διαπίστωσα ότι υπήρχε κάποια ευνοιοκρατία από µέρους των διοικούντων για µερικά πρόσωπα και ότι γινόντουσαν ρουσφέτια στο σχολείο. Κατάλαβα από νωρίς ότι η κοινότητα είχε πολλές αδυναµίες στον τρόπο λειτουργίας της. Εκ των υστέρων, βέβαια, συνειδητοποίησα ότι. λίγο πολύ, το ίδιο συνέβαινε σε πολλές άλλες κοινότητες και σε οµογενειακούς οργανισµούς.

Το 1976, µε έπιασε ο τότε πρόεδρος του Αγίου Δηµητρίου, ο µίστερ Μίλερ, ένας καλός άνθρωπος και µου είπε: «Νεαρέ, θα πας για πρόεδρος». Μίλαγε κάπως ψευδά.

«Μίστερ Μίλερ» του είπα «αυτό δεν είναι εύκολο πράγµα».

Με σοβαρό ύφος µού τόνισε: «Σε βλέπω εγώ, έχεις αρχηγικές ικανότητες. Έχω πει πως είσαι ο µικρός Ναπολέων. Μη στενοχωριέσαι, ό ,τι χρειαστείς, εµείς είµαστε εδώ».

Έτσι κι έγινε. Εκλέχθηκα πρόεδρος της κοινότητας και υπηρέτησα την περίοδο 1976-1977 και στη συνέχεια είχα εκλεγεί ξανά το 1979 και υπηρέτησα µέχρι το 1982.

Κατά τη διάρκεια της θητείας µου το 1977, γιορτάσαµε πανηγυρικά την 50η επέτειο της κοινότητας, µε µεγάλη εκδήλωση µετά δείπνου στο αριστοκρατικό ξενοδοχείο Waldorf Astoria. Ήτανε και η πρώτη φορά που ο Άγιος Δηµήτριος διοργάνωσε µια τέτοια εκδήλωση στο Μανχάταν.

Θα πρέπει να επισηµάνω για τους αναγνώστες που ενδεχοµένως δεν γνωρίζουν ότι η κοινότητά µας περιλαµβάνει δυο εκκλησίες: την οµώνυµη του Αγίου Δηµητρίου (30-03 30th Dr.), η οποία βρίσκεται δίπλα στο κτίριο του Γυµνασίου-Λυκείου και την εκκλησία των Αγίων Αικατερίνης και Γεωργίου (22-30 33rd St.), στην Αστόρια.

Από την πρώτη µέρα υπηρέτησα µε πλήρες ωράριο. Και το έκανα γιατί χρειαζόταν να το κάνω. Με άλλα λόγια, είχα ώρες γραφείου, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει προηγουµένως. Όλα τα µέλη της κοινότητας γνώριζαν πλέον ότι από τις 3:30 το απόγευµα µπορούσαν να µε βρουν στον Άγιο Δηµήτριο. Μετά από κάποιο διάστηµα, το γραφείο µου ήτανε πάντα γεµάτο µε κόσµο. Βέβαια, για να είµαι δίκαιος, σ’ αυτό βοήθησε πολύ και το γεγονός ότι δεν είχα οικογενειακές υποχρεώσεις, σύζυγο, παιδιά, κι έτσι είχα πολλές ελεύθερες ώρες.

Το διάστηµα πριν γίνω πρόεδρος, απέκτησα εµπειρία στην εσωτερική διοίκηση της εκκλησίας, έµαθα τις ευθύνες των συµβούλων και είδα τι γίνεται στις συνεδριάσεις.

Κάποτε, κατηγορούσαν τους προέδρους ότι φταίνε αυτοί που δεν έρχονταν προετοιµασµένοι ή που δεν έπαιρναν το λόγο απ’ αυτούς που λέγανε βλακείες. Όταν έγινα πρόεδρος, και οι συνεργάτες µου µπορούν να το επιβεβαιώσουν αυτό, δεν υπήρχε τίποτα που ήθελα να το περάσω σε ψηφοφορία και δεν το πέρναγα. Στήριζαν τις προτάσεις µου γιατί έκανα σωστή προετοιµασία, είχα λογικά επιχειρήµατα και κυρίως ήµουνα πάντα ευθύς, έλεγα τα πράγµατα µε το όνοµά τους, µε µοναδικό γνώµονα το συµφέρον και την πρόοδο του Αγίου Δηµητρίου.

Η κοινότητα που παρέλαβα δεν είχε καµιά σχέση µ’ αυτό που είναι σήµερα. Ούτε ο τρόπος που διοικείτο είχε σχέση µε τον τρόπο που διοικείται σήµερα. Για παράδειγµα, µια βδοµάδα µετά την εκλογή µου, δεν µου µού είχαν παραδώσει λογαριασµούς, ούτε βιβλιάρια της κοινότητας. Θυµάµαι πως είχα ρωτήσει τον Κώστα ‘Ηµπη, που 1)τανε γραµµατέας του γραφείου για πολλά χρόνια: «Βρε Κώστα, είµαι µια εβδοµάδα πρόεδρος, αλλά τίποτα δεν µου παρέδωσαν».

«Τι εννοείς κ. Ανδριώτη; Δεν υπάρχει τίποτα να σού παραδώσουµε» ήτανε η απάντησή του. Μάλλον, στη συνέχεια είχε µεταφέρει τα λεγόµενά µας στον πρώην πρόεδρο και την άλλη µέρα µου «παρέδωσε» ένα κλειδί της πόρτας. Μόνο αυτό. Καµία κατάσταση εσόδων και εξόδων.

Μια βδοµάδα µετά τον ρώτησα: «Δεν έχετε λογαριασµούς στην τράπεζα;»

«Όχι µόνο δεν έχουµε λογαριασµούς στην τράπεζα» µου είπε «αλλά, έχουµε και 33 χιλιάδες δολάρια απλήρωτους λογαριασµούς».

Αυτή ήτανε η κατάσταση στην κοινότητα όταν ξεκίνησε η θητεία µου ως πρόεδρος. Όχι µόνο δεν υπήρχε απόθεµα, αλλά είχαµε και 33 χιλιάδες απλήρωτους λογαριασµούς. Έχω κρατήσει µερικές ηχογραφηµένες δηλώσεις που είχα κάνει κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του απολογισµού και του προγράµµατος δράσης, καθώς και σε συνεδριάσεις του συµβουλίου, µετά τη δεύτερη και την τρίτη φορά που εκλέχθηκα πρόεδρος. Όταν τις ακούω σήµερα, µονολογώ: «Πού ήµασταν και πού φτάσαµε;»

Το µόνο που µπορώ να πω είναι ότι σηκωνόµουν στις 4:45 κάθε πρωί. Πήγαινα στο coffee shop που είχα µε τον αδελφό µου το Γιώργο για να κάνω ένα µεροκάµατο. Τελείωνα στις 2:45 µετά το µεσηµεριανό και στη συνέχεια πήγαινα απευθείας στον Άγιο Δηµήτριο. Γυρνούσα στο σπίτι µου στις 11 µε 11 :30 το βράδυ. Έβαζα πιο πολλές ώρες στο γραφείο της κοινότητας, παρά στη δουλειά µου.

Αυτός είναι ο χαρακτήρας µου. Από µικρός, όταν ένιωθα ευθύνη και καθήκον, έπρεπε να παλέψω για να ανταπεξέλθω σωστά και συγκροτηµένα έναντι των υποχρεώσεων που αναλάµβανα. Είχα αφοσιωθεί τόσο πολύ στο έργο της κοινότητας και ειδικότερα στο έργο για την ίδρυση του πρώτου ελληνικού Γυµνασίου-Λυκείου στην Αµερική, που µερικές φορές µού θύµιζε η µάνα µου να φάω µετά από 24 ώρες.

Ποτέ όµως δεν µε είχε ρωτήσει: «Βρε παιδί µου, για ποιο λόγο τα κάνεις αυτά; Γιατί δεν αφιερώνεις πιο πολύ χρόνο στον εαυτό σου ή στις δουλειές σου; Γιατί δεν παντρεύεσαι;» Ποτέ δεν µου είπε κάτι τέτοια. Αποδεχόταν αυτό που έκανα σαν κάτι που έπρεπε να το κάνω.

Πήγαινα σπίτι το βράδυ, καθόµουνα στην πολυθρόνα να δω τα νέα και µ’ έπαιρνε ο ύπνος. Όµως, δεν βόγκηξα ποτέ. Όλα τα χρόνια στην κοινότητα είχαν κάποιο σκοπό. Μετά από την απογοητευτική εµπειρία µου µε τους συλλόγους, πίστεψα πως αν θέλουµε να προσφέρουµε κάτι στον Ελληνισµό, στην Οµογένεια και στις γενιές που θα ακολουθήσουν, αν θέλουµε να κρατήσουµε τη γλώσσα µας, την κουλτούρα µας κι αυτά που φέραµε µαζί µας, τότε πρέπει να βασιστούµε κάπου γερά. Και ποιος φορέας έχει γερό υπόβαθρο; Η Εκκλησία.

Κάποιοι µού έλεγαν: «Πού πας Ανδριώτη και ανακατεύεσαι µε τους παπάδες και τους δεσποτάδες; Θα στα κάνουν µπάχαλο. Νοµίζεις πως θα σε αφήσουν να προχωρήσεις;»

Ο δηµοσιογράφος Μπάµπης Μαλαφούρης, ο οποίος έκδιδε την εφηµερίδα Οµογένεια και έγραψε ένα ιστορικό βιβλίο για τους Έλληνες της Αµερικής, µου είχε πει, µε εκείνο τον ωραίο µάγκικο τρόπο του: «Πού πας ρε Ανδριώτη; Θα σου βάλουν µπανανόφλουδα οι παπάδες και δεν θα πάρεις χαµπάρι!»

Δεν το λέγε από κακία. Εννοούσε ότι είναι «αµαρτία» που θα πάθω κάτι τέτοιο.

Μελετώντας τον ελληνοαµερικανικό χώρο και βλέποντας τι υπάρχει γύρω µας, συνειδητοποίησα από νωρίς ότι µόνο µέσω µιας κοινότητας, παρά τις όποιες αρνητικές καταστάσεις και αδυναµίες, µπορούσαν να διαµορφωθούν συνθήκες για να κρατηθεί ζωντανή η ελληνική γλώσσα και κληρονοµιά. Μόνο µέσα από µια κοινότητα µπορούσε να λειτουργήσει και κυρίως να αντέξει ένα ελληνικό ηµερήσιο σχολείο.

Βέβαια, τίποτα δεν θα γινόταν από µόνο του. Πάντοτε, για να υλοποιηθεί ένα έργο και να επιτευχθεί ένας θεάρεστος σκοπός, χρειάζεται ανθρώπινη θέληση και επιµονή. Παράλληλα, όλοι µαθαίνουµε µε το χρόνο και τις εµπειρίες που µαζεύουµε στη ζωή µας. Έτσι, διορθώνουµε λάθη, βελτιώνουµε συµπεριφορές, ξεπερνάµε διχόνοιες και παραµερίζουµε µικρότητες και εγωισµούς. «Διδάσκω αεί διδασκόµενος» έλεγαν µε σοφία οι αρχαίοι ηµών πρόγονοι.

Μετά λοιπόν από 60 χρόνια στην Αµερική, διαπιστώνω ότι δεν έπεσα έξω στις αρχικές µου εκτιµήσεις για το ρόλο και την αποστολή µιας κοινότητας. Άλλωστε, έχει αποδειχθεί αιώνες τώρα ότι ο Ελληνισµός δεν χάνεται εύκολα. Είµαστε «Γκρέγκαροι» και έχουµε το προζύµι. Απλά, χρειάζεται να το ζυµώνουµε συνέχεια. Να το κρατάµε φρέσκο και να φροντίζουµε να οσφραινόµαστε όλο και καινούριες µυρωδιές.

Το 1979, την τρίτη χρονιά που ήµουνα πρόεδρος. είχα πολλές διαµαρτυρίες και παρατηρήσεις από µέλη του κοινοτικού συµβουλίου και υπαλλήλους της κοινότητας για τον ιερατικό προϊστάµενο πατέρα Ιωάννη Πούλο, ο οποίος υπηρετούσε ήδη στον Άγιο Δηµήτριο για 14 χρόνια.

Ήτανε µορφωµένος ιερέας, µε καλές δηµόσιες σχέσεις και µε καλές γνωριµίες µε τους πολιτικούς της περιοχής και µε τους αξιωµατικούς του τοπικού αστυνοµικού τµήµατος. ‘Ητανε φίλος του δηµάρχου της Νέας Υόρκης John Lindsay, του οµοσπονδιακού βουλευτή Mario Biaggi και θεωρείτο άνθρωπος του Ιάκωβου.

Άντε τώρα εγώ, εντελώς άγνωστος τότε, να πω ότι «δεν θέλω τον Πούλο για προϊστάµενο της κοινότητάς µας». Δεν ήταν καθόλου εύκολο.

Τα παράπονα που είχα όµως ήτανε συγκεκριµένα Το ίδιο και οι καταγγελίες. Προσπάθησα να τού πω ότι χρειάζεται να κάνουµε αλλαγές, ότι η κοινότητα δεν έχει µόνο ιερέα, έχει και κοινοτικό συµβούλιο, ότι η διοίκηση µιας τέτοιας κοινότητας µπορεί να είναι αποτελεσµατική όταν υπάρχει συνεργασία µεταξύ συµβουλίου, προέδρου και ιερατείου. «Δεν είναι µονόδροµος» του έλεγα.

Μια φορά έφτασα στο σηµείο να τού εξηγήσω ξεκάθαρα πως έβλεπα την παρουσία µου ως προέδρου. Τού είπα πως η κοινότητα είναι ένα συγκρότηµα: έχει εκκλησία, σχολείο, φιλόπτωχο, νεολαία, κατηχητικά, κτίρια και είναι αδύνατον να τα διαχειρίζεται όλα αυτά ένας ιερέας. Άρα, όπως του ανέφερα, χρειάζεται να συνεργαστούµε. «Εγώ στο διοικητικό ρόλο κι εσύ στον ιερατικό» και τού υποσχέθηκα πως δεν θα παρεµβαίνω ποτέ στο ναό και στα ιερατικά του καθήκοντα. Ήθελα όµως κι εκείνος να µην επεµβαίνει στα διοικητικά της κοινότητας για να πάµε µπροστά. Να ξέρει µέχρι σε ποιο σηµείο θα σταµατά.

Ήµουνα τότε 39 χρονών κι εκείνος µε πέρναγε περίπου 20 χρόνια. Αυτά που πίστευα τα έλεγα. Όποιος κι αν ήτανε. Όταν του µίλησα κατ’ αυτόν τον τρόπο, µε κοίταξε καλά-καλά και µειδίασε κάπως ειρωνικά.

Ένας από τους συµβούλους, ο Ευτύχιος Κατσούλης, παλιά καραβάνα, τού είπε: «Πρόσεχέ τον αυτόν, δεν θα ξεµπερδέψεις εύκολα µαζί του, γιατί ξέρει να µιλάει, ξέρει τι θέλει». Και ο π. Πούλος του είπε: «Θα του περάσει κι’ αυτουνού. Πήρε τα γαλόνια του, πόσον καιρό θα κάτσει ακόµα;»

Όντως πέρασαν πολλοί από εκεί, τελείωνε η θητεία τους και οι περισσότεροι έφευγαν ή δεν ασχολούνταν πλέον. Δεν περίµενε ότι εγώ θα µείνω. Και θα µείνω ανυποχώρητος στις απόψεις µου για το δηµοκρατικό τρόπο που πρέπει να διοικείται η κοινότητα.

Μια µέρα τον ενηµέρωσα για κάτι που είχα βάλει στο µυαλό µου ως δύσκολο έργο, αλλά συνάµα εφικτό στόχο. «Εδώ, θα κάνουµε το πρώτο Ελληνικό Γυµνάσιο-Λύκειο στην Αµερική!» του είπα.

«Νίκο, παιδί µου, σταµάτα να ονειρεύεσαι» ήτανε η αντίδρασή του.

Ναι, µπορεί να ονειρευόµουνα. αλλά το σχολείο έγινε πραγµατικότητα και εκείνος δεν ήτανε πια ιερατικός προϊστάµενος της κοινότητας.

Ο αείµνηστος πια π. Ιωάννης Πούλος ίσως να µην είχε συνηθίσει να ονειρεύεται για µεγάλα έργα ή έτσι τον είχαν δασκαλέψει όσοι βρέθηκαν στο δρόµο του µέχρι που εµφανίστηκα στην κοινότητα. Ήτανε καλός παπάς, αλλά είχε συνηθίσει να λειτουργεί µε µια νοοτροπία, που. δυστυχώς, είναι εµπεδωµένη σε πολλούς παπάδες µας στην Αµερική. Από τη µια θέλουν να ελέγχουν τα πάντα στην κοινότητά τους και από την άλλη δεν τολµούν να κάνουν µεγάλα έργα. Περιορίζονται σε ό,τι βρήκαν, στις προβολές και στα ανούσια. Γι’ αυτό, αρκετές κοινότητες χάνουν κόσµο, κλείνουν σχολεία, περιορίζεται το ελληνικό στοιχείο.

Ο π. Πούλος δεν είχε στο λεξιλόγιό του τη λέξη «Όχι». Πάντα έλεγε «Ναι, ναι. ναι». Έδινε υποσχέσεις και τελικά δεν κράταγε καµία. Σε όλους έλεγε «µη στενοχωριέσαι, θα το κανονίσουµε», «τι θέλεις; Εγώ θα το φροντίσω».

Με αυτή τη νοοτροπία, κατάλαβα από την αρχή πως δεν πάµε πουθενά. Η δική µου αντίληψη για τον προϊστάµενο της κοινότητας ήτανε ότι έπρεπε να είναι πρώτα πνευµατικός ηγέτης και µετά επιχειρηµατίας. Είχε ικανότητες, το παραδέχοµαι, αλλά όχι ιερατικού προϊσταµένου. Είχε ικανότητες διευθυντή µιας επιχείρησης, που ήθελε να τα έχει καλά µε όλους, να έχει διασυνδέσεις µε τους πολιτικούς και µε τα µεγάλα κεφάλαια. Εκεί θα µπορούσε να ήταν αποτελεσµατικός. Την ίδια στιγµή όµως, δεν διαχειριζόταν και σωστά την «επιχείρηση» από οικονοµικής πλευράς.

Ο π. Πούλος θα µπορούσε να φοράει κοστούµι, αντί για στολή ιερέα και να είναι ένας άξιος, ικανότατος πολιτικός. Υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι παπάδες. Ορισµένοι είναι ευρύτερα γνωστοί στην Οµογένεια .

Το συµβούλιο ήτανε 30µελές, γιατί είχαµε και το δεύτερο ναό, την Αγία Αικατερίνη . Τα περισσότερα µέλη του συµβουλίου είχαν πολλά παράπονα από τον π. Πούλα. Όταν είδαν εµένα νέο. χωρίς συµφέροντα, ζόρικο, να µη φοβάµαι τίποτα, µάλλον σκέφτηκαν πως είναι ευκαιρία να µε βάλουν µπροστά ό)στε να βγάλω το φίδι από την τρύπα…

Αλλά, δεν ήµουνα και ανόητος να προχωρούσα µόνος µου, αν δεν βεβαιωνόµουνα πρώτα ότι είχα συµπαραστάτες και κυρίως ότι δεν θα γινόταν ζηµιά στην κοινότητα. Κι όταν έφτασαν τα πράγµατα να πάρουµε µια απόφαση, δεν το έκανα από πείσµα. Ήµουνα αµερόληπτος και αντικειµενικός. Έδωσα και περιθώρια.

Δεν προσπάθησα να τον αντικαταστήσω από την πρώτη χρονιά µε το «καλώς όρισες». όπως έκανε ο συγχωρεµένος ο Νίκος Παπαδόπουλος, που έγινε µια χρονιά πρόεδρος και η πρώτη του επιδίωξη ήτανε να διώξει τον προϊστάµενο. Μετά την τρίτη θητεία µου ως προέδρου της κοινότητας, είπα καθαρά στον π. Πούλο ότι εδώ έχουµε να κάνουµε δουλειά και δεν µπορούµε να δίνουµε ψεύτικες υποσχέσεις στον καθένα. Δεν πήρε τα λόγια µου στα σοβαρά, γιατί έτσι ήτανε συνηθισµένος.

Τέλος πάντων. αφού γι’ αρκετά πράγµατα δεν µπορούσαµε να συνεννοηθούµε και ο π. Πούλος συνέχισε να µας αγνοεί, αναγκάστηκα να συγκεντρώσω ορισµένα στοιχεία και να ζητήσω ραντεβού µε τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο. Στο µεταξύ, είχαν µάθει στην Αρχιεπισκοπή ποιος είναι ο Ανδριώτης.

Πήγα λοιπόν και είπα στον Ιάκωβο: «Σεβασµιώτατε, δεν πάει άλλο. Είναι καιρός να κάνουµε αλλαγή προϊσταµένου». Τον ενηµέρωσα εκτενώς για ορισµένα γεγονότα και επώνυµες καταγγελίες. Και επειδή ήξερα πλέον µε ποιο τρόπο δουλεύει ο π. Πούλος. του επέστησα την προσοχή λέγοντάς του: «Πολύ φοβάµαι πως θα προσπαθήσει να δηµιουργήσει πρόβληµα και να αντιπαρατεθεί εναντίον µου. Αν έχει τέτοια πρόθεση, σας ενηµερώνω Σεβασµιώτατε, µε όλο το σεβασµό, ότι θα αντισταθώ. Και δεν νοµίζω πως η Αρχιεπισκοπή θα επιθυµούσε µια τέτοια εξέλιξη».

Μίλησα κατ’ αυτόν τον τρόπο για να καταλάβει πόσο σοβαρή ήτανε η κατάσταση. Μού ζήτησε ότι έπρεπε πρώτα απ’ όλα να υπάρξει απόφαση του διοικητικού συµβουλίου. Μάλλον, δεν θα πίστευε ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο και µάλιστα ότι θα εξασφάλιζα πλειοψηφίαεναντίον του ιερέα.

Από µικρός έµαθα να προετοιµάζοµαι σωστά και να εξετάζω όλες τις παραµέτρους ενός προβλήµατος. Έτσι, αφού δεν πήγαινε άλλο και η συνεργασία µας µε τον π. Πούλο δεν ήτανε πια εφικτή, έκανα τη σωστή προετοιµασία για την αποµάκρυνσή του. Όταν έφερα προς συζήτηση το όλο ζήτηµα στο διοικητικό συµβούλιο της κοινότητας και έθεσα θέµα εµπιστοσύνης έναντι του προσώπου του, εκείνος καθόταν δίπλα µου, γιατί βάσει του καταστατικού, ο ιερατικός προϊστάµενος προΐσταται των συνεδριάσεων, αλλά δεν έχει δικαίωµα ψήφου.

Το ερώτηµα ετέθη ως εξής: «Είστε ευχαριστηµένοι από την υπηρεσία του πατρός Πούλου; Ναι ή Όχι;» Τα 2/3 των συµµετεχόντων στη ψηφοφορία έδωσαν αρνητική ψήφο κι αν δεν κάνω λάθος ήταν 19 άτοµα.

Στη συνέχεια, έστειλα επιστολή µε τα αποτελέσµατα της ψηφοφορίας στον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο. Μετά από ένα µήνα, χωρίς να καυγαδίσουµε ή να σταµατήσουµε να λέµε «καληµέρα», ο π. Πούλος υπέβαλε την παραίτησή του για «λόγους κόπωσης» και µε «διπλωµατικό τρόπο» µετατέθηκε στην κοινότητα του Τιµίου Σταυρού στο Γουάιτστοουν.

Μέχρι σήµερα, υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν στα όσα έγιναν. Ούτε οι δηµοσιογράφοι πίστεψαν τότε αυτό που έκανα, γιατί θεωρείτο ακατόρθωτο. Είχαµε δηµιουργήσει προηγούµενο. Αναδείξαµε τη δύναµη του λαϊκού στοιχείου µέσα στις κοινότητες. Ήτανε µια πρωτοπόρα ενέργεια ενός διοικητικού συµβουλίου. Κι όπως προανέφερα, ο π. Πούλος δεν ήτανε ένας τυχαίος παπάς. Είχε 14 χρόνια στον Άγιο Δηµήτριο, ήτανε µορφωµένος. µε πολύ καλές δηµόσιες σχέσεις .

Πιστεύω ότι κατάφερα να τον αντικαταστήσουµε γιατί είχα το θάρρος της γνώµης µου και την πειθώ να πείσω τους συµβούλους στη µεγάλη τους πλειοψηφία. Και τους έπεισα να το κάνουµε όχι για να τον τιµωρήσουµε, αλλά για το καλό της κοινότητας.

Σ’ αυτό το σηµείο, θα πρέπει να σηµειώσω ότι τις δεκαετίες ’70 και ’80 περιβαλλόµασταν απ’ όλες τις παραφυάδες της Εκκλησίας, τις αντικανονικές εκκλησίες. Άλλωστε. βάσει του Συντάγµατος της Αµερικής, ο καθένας µπορεί να ιδρύσει οργανισµό και να κάνει εκκλησία. Είχαν ανοίξει αρκετά µικροµάγαζα. Εκτός από τις παλαιοηµερολογίτικες εκκλησίες της Αγίας Ειρήνης και της Αγίας Μαρκέλλας, φύτρωναν εκκλησίες µέσα σε µια νύχτα.

Γι’ αυτό, η µεγάλη κοινότητα του Αγίου Δηµητρίου έπρεπε να έχει έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Έπρεπε να έχει ιερείς και ειδικά έναν προϊστάµενο, που απώτερός του σκοπός θα ήτανε να προσελκύσει τον κόσµο θρησκευτικά και όχι πολιτικάντικα. Με βάση το καταστατικό, τον ιερέα σε κάθε κοινότητα τον διορίζει η Αρχιεπισκοπή κι αυτή έχει το δικαίωµα να το µετακινήσει ή να τον απολύσει. Όταν ο π. Πούλος έφυγε από την κοινότητά µας, ξαναπήγα να δω τον Ιάκωβο για να µου προτείνει ποιος θα είναι ο νέος ιερατικός προϊστάµενος. «Έχω τον Αρχιµανδρίτη Άνθιµο από την Ελλάδα. Είναι τώρα στην εκκλησία του Αγίου Κωνσrαντίνου και Ελένης, µένει στο Μπρούκλιν και ήτανε ιεροµόναχος» τόνισε κοφτά, δείχνοντάς µου ότι δεν θα ανεχόταν καµία αντίρρηση.

Μόλις άκουσα «ιεροµόναχος» δεν δίστασα να του πω: «Σεβασµιώτατε, δεν νοµίζω ότι κάνει για την κοινότητά µας …»

«Ανδριώτη», ανέφερε επιτακτικά ο Ιάκωβος, «σού είπα πως ο επόµενος θα είναι ο Άνθιµος Παναγιωτόπουλος. Δεν σε ρώτησα αν είναι καλός ή όχι».

Σκέφτηκα, προς στιγµής, ότι ως ιεροµόναχος θα ήθελε συνέχεια µετάνοιες και εξοµολογήσεις, θα ήτανε αυστηρός και θα είχαµε προβλήµατα µε τον κόσµο.

Ο Αρχιµανδρίτης Άνθιµος ήρθε τελικά στον Άγιο Δηµήτριο και ανέλαβε καθήκοντα ιερατικού προϊσταµένου. Στην αρχή, υπήρξαν ορισµένα γεγονότα που επιβεβαίωσαν τους φόβους µου. Με την πάροδο του χρόνου όµως, αποδείχθηκε ότι ήτανε καλή επιλογή για την κοινότητά µας.

Στον πρώτο γάµο που τέλεσε στον Άγιο Δηµήτριο, παντρευόταν µια Νισυριά. Όταν ανέφερε «η δε γυνή να φοβείται τον άντρα», η νύφη πάτησε, όπως συνηθίζεται, το πόδι του γαµπρού και µερικοί καλεσµένοι έβαλαν τα γέλια. Ο Άνθιµος τσαντίστηκε πολύ και τους επέπληξε. Ένας από τους στενούς συγγενής της νύφης αγρίεψε τόσο πολύ που ήτανε έτοιµος να αρπαχτεί, αλλά ευτυχώς τον συγκράτησε η γυναίκα του. Τότε σκέφτηκα: «Σας το’ πα! Δεν περνάει καλόγερος στην Αστόρια!»

Δυο-τρεις µήνες µετά, κάποιοι µού είπαν πως συνέβη ένα παρόµοιο περιστατικό, κάνοντάς µου παράπονα: «Ποιος είναι αυτός που µας κουβαλήσατε και τί νοµίζει πως είναι εδώ; Το Άγιο Όρος;»

Του πήρε κάπου δυο χρόνια για να προσαρµοστεί στη δική µας πραγµατικότητα. Άλλωστε, κανένας δεν είναι τέλειος. Στο τέλος, όχι µόνο προσαρµόστηκε, αλλά αγκάλιασε τους οµογενείς, πήγαινε σπίτι τους, τους καλοµιλούσε και είχε µία συνεχή πρόοδο. Δεν έψαχνε να κάνει διασυνδέσεις µε πολιτικούς ή µε µεγάλους επιχειρηµατίες και οι λειτουργίες του ήτανε ανώτερες. Η διαφορά ανάµεσα στον π. Πούλο και τον Αρχιµανδρίτη Άνθιµο ήτανε θεολογική και εκκλησιαστική.

Σε νέα συνάντηση που είχα µε τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο, συζητήσαµε για τα όσα απαράδεκτα συνέβαιναν τότε στο παλαιοηµερολογίτικο µοναστήρι της Χρυσοβαλάντου στην Αστόρια, µε τους αυτοαποκαλούµενους δεσποτάδες Παΐσιο και Βικέντιο, καθώς και για τη συνεχή αύξηση των αντικανονικών εκκλησιών. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρότεινα στον Αρχιεπίσκοπο να αναβαθµιστεί ο ρόλος του ιερατικού προϊσταµένου του Αγίου Δηµητρίου, να γίνει Επίσκοπος και να έχει µια ευρύτερη αποστολή στην περιφέρεια του Κουίνς, όπου είναι ο µεγαλύτερος αριθµός κοινοτήτων της Αρχιεπισκοπής. Ο Ιάκωβος φαίνεται ότι κατάλαβε το σκεπτικό µου και µετά από διάφορες συζητήσεις που ακολούθησαν, ο Άνθιµος προάχθηκε σε Χωρεπίσκοπο.

Στο πλαίσιο των νέων καθηκόντων του, ήτανε να επιβλέπει και να συντονίζει το έργο όλων των ενταγµένων στην Αρχιεπισκοπή ελληνορθόδοξων κοινοτήτων του Κουίνς. Η έδρα του έγινε το Πολιτιστικό Κέντρο της Αρχιεπισκοπής στην Αστόρια, το οποίο επί ηµερών του ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα και παράλληλα έδωσε ζωντάνια στο χώρο επειδή εκεί προσκαλούσε στελέχη συµβουλίων, φιλόπτωχων, ελληνικών σχολείων, χορωδιών και ιερατικούς προϊσταµένους µε τους οποίους συζητούσε ζητήµατα που άπτονταν των κοινοτήτων τους.

Δυστυχώς, η θέση του Χωρεπισκόπου καταργήθηκε µετά τη µετάθεση του Άνθιµου και την προαγωγή του σε Μητροπολίτη Ατλάντας µε το όνοµα Αλέξιος. Ούτε επί Σπυρίδωνος ούτε και επί Δηµητρίου δεν χειροτονήθηκε κάποιος κληρικός σε Χωρεπίσκοπο για να αναλάβει αυτή τη νευραλγική θέση που πολλά µπορούσε να αποδώσει, όπως αποδείχθηκε επί Αλέξιου, για την έκρυθµη λειτουργία των κοινοτήτων. Άλλωστε να τονίσω ότι και ο χώρος του Πολιτιστικού προσφέρει την υποδοµή κι όλες τις ανέσεις ώστε ένας Χωρεπίσκοπος να έχει µια τέτοια σηµαντική αποστολή.

HOME PAGE

Related Posts

Comments are closed.