Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Posted by estiator at 25 November, at 23 : 50 PM Print
■ Ενα βιβλίο του ΤΑΣΟΥ Ι. ΑΒΡΑΝΤΙΝΗ
Στο τεύχος Οκτωβρίου αναφερθήκαμε στην παρουσίαση του βιβλίου του δικηγόρου Τάσου Ι. Αβραντίνη με τίτλο «Εκπαίδευση: Η Ελεύθερη Επιλογή ή μια γάτα που γαυγίζει». Ένα εξαιρετικό ενδιαφέροντος απόσπασμα από το βιβλίο, έκδοση της Athens Review of Books, ακολουθεί:
Το να βρίσκεται το σύνολο ή ένα μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης στα χέρια του κράτους είναι κάτι που το αποδοκιμάζω όσο και κάθε άλλος [πολέμιος αυτής της άποψης]. Οτιδήποτε έχει ειπωθεί για τη σπουδαιότητα της ατομικότητας του χαρακτήρα και την ποικιλομορφία των απόψεων και των τρόπων συμπεριφοράς, προϋποθέτει, με τρόπο απερίγραπτα σημαντικό, την εκπαιδευτική ποικιλομορφία. Μια κρατικά κατευθυνόμενη γενική εκπαίδευση είναι απλώς μια επινόηση για να διαμορφώνουμε ανθρώπους που θα μοιάζουν σαν να βγήκαν από ένα καλούπι, το οποίο θα λαμβάνει το σχήμα που ικανοποιεί τους πλέον ισχυρούς των κυβερνώντων, είτε αυτοί είναι οι μονάρχες, οι ιερείς, οι αριστοκράτες ή οι πλειοψηφούντες σε κάθε γενιά. Στο μέτρο που αυτή αποβαίνει αποτελεσματική και επιτυχής, εγκαθιδρύει έναν δεσποτισμό επί του νου, ο οποίος είναι φυσικό να οδηγεί και στον δεσποτισμό επί του σώματος. Εάν πρόκειται να υπάρχει κάποια εκπαίδευση που θα θεσπίζεται και θα ελέγχεται από το κράτος, αυτή δεν μπορεί παρά να έχει ανταγωνιστικά πειραματική μορφή και να αποτελεί παράδειγμα και κίνητρο, ώστε οι άλλες μορφές εκπαίδευσης να διατηρούν ένα ικανοποιητικό επίπεδο αριστείας.»
Τζων Στιούαρτ Μιλλ,
Περί ελευθερίας
Η ΑΙΤΙΑ της τεράστιας προόδου που γνώρισε η ανθρωπότητα από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα σε όλα τα επίπεδα έχει ονοματεπώνυμο, ονομάζεται ελεύθερη οικονομία. Η κινητήρια δύναμη της ελεύθερης οικονομίας είναι ο ανταγωνισμός. Όσοι αδυνατούν να κατανοήσουν την προωθητική δύναμη του ανταγωνισμού σε όλους τους τομείς της ζωής, στην οικονομική πρόοδο και την εξέλιξη των κοινωνιών, θα πρέπει κατά παρέκταση της σκέψης να αναρωτηθούν εάν, λόγου χάρη, σε πολιτικό επίπεδο, χωρίς τον ανταγωνισμό των πολιτικών κομμάτων θα υπήρχε άραγε δημοκρατία; Χωρίς τον ανταγωνισμό των ιδεών, εάν θα υπήρχε άραγε επιστημονική πρόοδος; Εάν χωρίς τον ανταγωνισμό μπορεί να υπάρξουν πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία, αθλητική καταξίωση κ.λπ. Στην καθημερινότητά μας όλοι αξιολογούμε αδιάκοπα και επιλέγουμε μεταξύ διαφορετικών προϊόντων, υπηρεσιών, κομμάτων, ιδεών, θρησκειών κ.ά. Κι αλίμονο στις επιχειρήσεις που εφησυχάζουν και δεν ενδιαφέρονται να προσαρμόζονται κάθε στιγμή και να ικανοποιούν τις επιθυμίες του κυρίαρχου καταναλωτή. Η ιδιωτική επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να παράγει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που επιθυμούν ακριβώς οι πελάτες της καλύτερα και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Η ιδιωτική επιχείρηση, εάν οι καταναλωτές των αγαθών και υπηρεσιών της δεν μείνουν ικανοποιημένοι, θα χάσει τις αγορές της και θα κλείσει. Αυτό που μετρά στην ελεύθερη οικονομία δεν είναι οι υποκειμενικές εκτιμήσεις για την αξία ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας, αλλά οι εκτιμήσεις που αποκαλύπτονται κάθε δευτερόλεπτο στην αγορά από τις προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου κυρίαρχος του παιχνιδιού δεν είναι ο φεουδάρχης, ο αρχιερέας, ο ηγεμόνας, ο ευγενής, αλλά ο απλός άνθρωπος, ο μέσος καταναλωτής, και η οικονομική επιτυχία των επιχειρήσεων δεν εξαρτάται από τις καλές διαθέσεις ή τη φιλανθρωπία αλλά από το αν του προσφέρουν αυτό ακριβώς που επιθυμεί. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, στην οικονομία της αγοράς κερδίζει όχι όποιος έχει τίτλους ευγενείας αλλά όποιος παρέχει σε άλλους ανθρώπους αγαθά ή υπηρεσίες που διαθέτει και τα οποία αυτοί επιθυμούν να αποκτήσουν. Ο ανταγωνισμός είναι εκείνη η δύναμη που μετασχηματίζει τον εγωισμό του κάθε ατόμου ξεχωριστά σε κοινωνική ωφέλεια για όλους. Ο Άνταμ Σμιθ έγραφε:
«Την απόκτηση του δείπνου μας δεν τη στηρίζουμε στην καλή προαίρεση του χασάπη, του αρτοποιού ή του ζυθοποιού, αλλά στην ιδιοτέλειά τους και δεν τους μιλάμε ποτέ για τις ανάγκες μας αλλά για το δικό τους συμφέρον».
Στον αντίποδα του ανταγωνισμού υπάρχει το κρατικό μονοπώλιο. Κάθε κρατικός μονοπωλιακός φορέας παράγει κατά κανόνα με υψηλό κόστος και προσφέρει χαμηλής ποιότητας και εν πολλοίς ομοιόμορφα αγαθά και υπηρεσίες στους καταναλωτές. Ο κύριος λόγος είναι ότι στη λογική των διοικήσεων ενός κρατικού μονοπωλίου απουσιάζει πλήρως το κίνητρο του κέρδους, η έννοια της αξιοκρατίας και η λογική του αποτελέσματος. Επιπλέον δεν υπάρχουν ανταγωνιστές να το απειλήσουν, η ύπαρξή του δεν κινδυνεύει, είναι εγγυημένη από τη θεσμική του κατοχύρωση (αναγκαστικό μονοπώλιο). Επομένως η διοίκηση του κρατικού μονοπωλίου, όταν δεν πιέζεται από την ανάγκη της δημιουργίας κερδών και τον κίνδυνο πραγματοποιήσεως ζημιών, δεν αισθάνεται την ανάγκη να κάνει αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων του και αγνοεί τις προτιμήσεις των καταναλωτών του. Οι αποφάσεις της επηρεάζονται περισσότερο από βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες ή από τη λογική του πολιτικού κόστους παρά από κάποιο μακροχρόνιο οικονομικό ορθολογισμό. Κάποτε ο Μίλτον Φρήντμαν, σχολιάζοντας το επιχείρημα κάποιου ότι μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικός κρατικός φορέας αρκεί να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του, έγραψε:
«Τι θα σκεφτόσασταν για κάποιον που είπε “θα ήθελα να είχα μια γάτα αλλά μόνο αν γάβγιζε;”».
Εάν πιστεύουμε ότι το κρατικό μονοπώλιο μπορεί να προσφέρει καλύτερα αγαθά και υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα, αρκεί απλώς να αλλάξουμε την κυβέρνηση, τα πρόσωπα, τους νόμους κ.λπ., μάλλον αναζητούμε μια γάτα που γαβγίζει. Κερδισμένοι από τη λειτουργία της αγοράς και του ανταγωνισμού είναι πάντοτε οι καταναλωτές. Χαμένοι στην περίπτωση του κάθε είδους κρατικού μονοπωλίου είναι οι καταναλωτές του και οι φορολογούμενοι και κερδισμένοι οι γραφειοκράτες και οι συντεχνίες του.
Εκτός από την οικονομική θεωρία τις παραπάνω διαπιστώσεις επιβεβαιώνουν και τα πορίσματα της εμπειρικής ανάλυσης –ποσοτικής και ποιοτικής–, από τα οποία προκύπτει ότι η ιδιωτική επιχείρηση λειτουργεί κατά κανόνα με σημαντικά μειωμένο κόστος και καλύτερα ποιοτικά αποτελέσματα από το κρατικό μονοπώλιο σε διάφορες δραστηριότητες (διαχείριση αποβλήτων, ύδρευση και αποχέτευση, κοινωνική ασφάλιση, αεροδρόμια, ταχυδρομεία, λιμάνια, υγεία, ανακύκλωση, καθαριότητα, αστυνόμευση κ.ά.). Αλλά ενώ λίγοι αμφισβητούν στις μέρες μας την υπεροχή της ιδιωτικής επιχείρησης έναντι του κρατικού μονοπωλίου, πολλοί είναι αυτοί που ακόμη και τώρα διατυπώνουν επιφυλάξεις για το εάν πρέπει το κράτος να παύσει να ασκεί κοινωνική πολιτική μέσω των κρατικών μονοπωλίων και να την εμπιστευτεί στις δυνάμεις της αγοράς.
Μια συνήθης μάλιστα κατηγορία εναντίον όσων στέκονται με δυσπιστία απέναντι στο μεγάλο και συγκεντρωτικό κράτος είναι ότι αρνούνται τάχα την κοινωνική πρόνοια. Η κατηγορία είναι εντελώς ανυπόστατη. Καθίσταται σαφές από την εκτενή βιβλιογραφία γύρω από το θέμα ότι οι υποστηρικτές των ιδεών της ελευθερίας δεν επιδιώκουν να καταργήσουν το κράτος. Η φιλελεύθερη πρόταση στοχεύει στον δραστικό περιορισμό του κράτους ώστε αυτό να μην αποτελεί τροχοπέδη της ελεύθερης δράσης των παραγωγικών ατόμων και να καταστεί επί της ουσίας και όχι στα λόγια κοινωνικό. Περιορισμός του κράτους δεν σημαίνει ότι αυτό δεν πρέπει να χρηματοδοτεί την παροχή κοινωνικής πρόνοιας σε όσους έχουν ανάγκη. Σε μια ελεύθερη πολιτεία το κράτος θα πρέπει να μεριμνά για τους αδύνατους και τους αναξιοπαθούντες και να τους εξασφαλίζει μέσω των μηχανισμών πρόνοιας ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας. Όμως αυτή η παρέμβαση του κράτους δεν θα πρέπει να εμποδίζει ή να δημιουργεί στρεβλώσεις στους μηχανισμούς της αγοράς, αλλά να είναι συμβατή με αυτούς. Έχει αποδειχθεί τόσο από την οικονομική θεωρία όσο και στην πράξη, ότι η παραγωγή και διανομή από το κράτος μέσω κρατικών μονοπωλίων υπηρεσιών κοινωνικής πολιτικής είναι αναποτελεσματική, πολυδάπανη, γεννά φαινόμενα διαφθοράς και καταλήγει εν τέλει να είναι και σε βάρος όσων πραγματικά έχουν ανάγκη των υπηρεσιών αυτών. Είναι λοιπόν δυνατόν οι πολιτικές πρόνοιας να είναι συμβατές με την οικονομία της αγοράς; Τις δεκαετίες που πέρασαν οι θεωρητικοί της ελευθερίας δεν κατέδειξαν μόνο την ανεπάρκεια της άμεσης παρέμβασης του κράτους στην επίλυση διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων, αλλά πολύ περισσότερο, με τις αναλυτικές μεθόδους τους και την εφαρμογή των θεωριών τους στην πράξη, απέδειξαν ότι η ποιοτική βελτίωση του κράτους μπ ορεί να επιτευχθεί με μεθόδους αποτελεσματικότερης μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων συμβατές με τους νόμους της αγοράς, με λιγότερη γραφειοκρατία και συγκεντρωτισμό και περισσότερη ατομική πρωτοβουλία και ανταγωνισμό.
Στο συγκεντρωτικό και υδροκέφαλο κράτος πρόνοιας, που έχουν οικοδομήσει ή σκέφτονται να οικοδομήσουν οι πάσης φύσεως κρατικοπαρεμβατιστές, απουσιάζει η ελευθερία και παρατηρείται έλλειψη επιλογών. Συνήθως, αν και υποκριτικά ισχυρίζονται το αντίθετο, οι λιγότερο εύποροι πολίτες είναι η εύκολη λεία στα χέρια των απρόσωπων και πολυδάπανων μηχανισμών της γραφειοκρατίας. Κύριο μέλημα της γραφειοκρατίας όμως δεν είναι η επίλυση κάποιου κοινωνικού προβλήματος, αλλά η δημιουργία μόνιμων σχέσεων εξάρτησης και ομηρίας ολοένα και περισσοτέρων πολιτών, ώστε αυτή να δικαιολογεί την ύπαρξή της και τη μεταφορά πόρων από τους παραγωγικούς φορολογούμενους στα προνομιούχα μέλη της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι πάσης φύσεως αναξιοπαθούντες μεταμορφώνονται σιγά σιγά σε άμορφη εκλογική πλειοψηφία που συντηρείται σχεδόν αποκλειστικά από τους φόρους της μειοψηφίας των παραγωγικών πολιτών. Η πλειοψηφία αυτή αντιλαμβάνεται το αίτημα μείωσης των φόρων ως άμεση απειλή των ζωτικών της συμφερόντων και αντιδρά σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση έχει ως σκοπό τη δραστική μείωση του κράτους. Είναι λοιπόν αναγκαίο να αντιληφθούμε ότι τίποτε στη ζωή δεν παρέχεται δωρεάν. Πάντοτε κάποιοι πληρώνουν φόρους για να λάβει κάποιος άλλος, μέσω κάποιας απρόσωπης και μεγάλου κόστους γραφειοκρατικής οδού, μια κοινωνική υπηρεσία ή ένα επίδομα. Αυτό το τελευταίο είναι που αγνοούν ή αποκρύπτουν οι υποστηρικτές του πατερναλιστικού γραφειοκρατικού μοντέλου κοινωνικής πρόνοιας, οι οποίοι αντιμετωπίζουν όσους έχουν ανάγκη κοινωνικής αλληλεγγύης ως τους χρήσιμους εξαρτημένους ενός πελατειακού κράτους, όχι βεβαίως «πρόνοιας» αλλά σκανδαλώδους εύνοιας προς αυτούς τους ίδιους.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν κατά το μάλλον ή ήττον και στον χώρο της εκπαίδευσης διεθνώς κι ακόμη περισσότερο στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία κυρίως θα μας απασχολήσει παρακάτω. Η εκπαίδευση άλλωστε ήταν κατεξοχήν ο χώρος που εφαρμόστηκαν ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα οι θεωρίες των υποστηρικτών του γραφειοκρατικού σχεδιασμού. Το δε ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, υπό την επίδραση των εξισωτικών αντιλήψεων που ζητούν εκπαιδευτική ομοιομορφία, έχει καταστεί το πλέον άκαμπτο και συγκεντρωτικό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και κατά τέτοιο τρόπο οργανωμένο ώστε να ευνοούνται όχι οι χρήστες των υπηρεσιών, οι μαθητές δηλαδή και οι γονείς, αλλά οι πάροχοι αυτών, το διδακτικό προσωπικό και η εκπαιδευτική γραφειοκρατία. Το κάθε τι στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα καθορίζεται ή απαγορεύεται από το Υπουργείο Παιδείας. Το κράτος, λ.χ., με αποκλειστικό κριτήριο τον τόπο διαμονής των γονέων αποφασίζει σε ποιο δημόσιο σχολείο θα φοιτήσει ένα παιδί, αποφασίζει με τα αναλυτικά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας τι θα διδαχθούν οι μαθητές –ανεξαρτήτως εάν φοιτούν σε δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο–, αποφασίζει για τα τυπικά προσόντα του διδακτικού προσωπικού, έχει θεσπίσει ένα και μόνο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια, απαγορεύει τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, την κατ’ οίκον εκπαίδευση κ.ο.κ.
Οι αποφάσεις ωστόσο που αφορούν την εκπαίδευση όλων των βαθμίδων είναι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τομέα της κοινωνικής οργάνωσης καθοριστικές για τη συνολική εικόνα και τη μελλοντική πορεία της χώρας μας. Έχει άλλωστε αποδειχθεί από πλήθος εξειδικευμένων μελετών ότι η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος επηρεάζει ευθέως την πορεία της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Χώρες των οποίων οι μαθητές επιτυγχάνουν διεθνώς υψηλές εκπαιδευτικές επιδόσεις είναι εκείνες που καταγράφουν και τις υψηλότερες επιδόσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας τους. Χαρακτηριστικά είναι μεταξύ άλλων τα παραδείγματα της Φινλανδίας, της Δανίας, της Σιγκαπούρης, της Νότιας Κορέας κ.ά. Επίσης έχει τεκμηριωθεί ότι όσο περισσότερο το εκπαιδευτικό σύστημα προωθεί την ελεύθερη επιλογή και την ποικιλομορφία, τόσο καλύτερα ποιοτικά και ποσοτικά αποτελέσματα επιτυγχάνει.
Η εικόνα της χώρας στα εκπαιδευτικά πράγματα είναι απογοητευτική. Η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ και 33η σε σύνολο 40 χωρών σε ζητήματα εκπαίδευσης, σύμφωνα με έρευνα του Economist για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου Pearson . Επίσης καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ αλλά και της ΕΕ στον δείκτη της επιλογής σχολείου (school choice aggregate score), μολονότι στην πράξη υφίσταται έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στα σχολεία για την προσέλκυση μαθητών κι ενώ οι προσδοκίες των γονέων από το ελληνικό σχολείο για την επίτευξη υψηλών ακαδημαϊκών στόχων είναι από τις υψηλότερες ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες.
Οι μεγάλες αποφάσεις της ζωής του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να υπαγορεύονται από την κρατική γραφειοκρατία αλλά από την προσωπική του επιλογή. Και η προσωπική επιλογή θα πρέπει να είναι ελεύθερη πρωτίστως στην εκπαίδευση, όπου σήμερα η παρουσία του κράτους είναι έντονη και καταστροφική.
Ο Τάσος Αβραντίνης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Μεγάλωσε στο Παράλιο Άστρος Αρκαδίας, όπου τελείωσε το Λύκειο. Είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, με ειδίκευση σε θέματα εταιρικού, φορολογικού και πτωχευτικού δικαίου. Είναι νομικός σύμβουλος της Athens Review of Books, αντιπρόεδρος της Δράσης και μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου Φιλελευθέρων Μελετών «Μάρκος Δραγούμης». Έχει διατελέσει δημοτικός Σύμβουλος, αντιδήμαρχος Αθηναίων και Πρόεδρος της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Αθηναίων.