Παραμονή μιας Πρωτοχρονιάς

Posted by at 16 January, at 13 : 57 PM Print

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ  ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΟΥ  ΔΙΟΝΥΣΗ Ε.  ΚΟΝΤΑΡΙΝΗ

Είχαν πάρει να λιγοστεύουν οι μέρες μέχρι που να έλθει το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς. Πάνω στην Αετόπετρα, το μικρό ακριτοχώρι, που ήταν σκαρφαλωμένο στα πόδια της Πίνδου, οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού ετοιμάζονταν να καλωσορίσουν το νέο χρόνο φορτώνοντας πάνω του όλες τις ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή. Πανέμορφο το μικρό χωριουδάκι, πνιγμένο ανάμεσα στα έλατα του μεγάλου βουνού, έμοιαζε με μια ζωγραφιά. Οι κάτοικοί του μετρούσαν τις ώρες και τις μέρες. ώσπου νάρθει η μεγάλη γιορτή. Η αλλαγή του χρόνου. Στα περασμένα έτρεχαν ο νους και οι σκέψεις τους. Στον πόλεμο με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς που σαν τέλειωσε δεν πρόλαβαν να χαρούν. Οι σφαίρες κι΄οι οβίδες χόρευαν και πάλι. Όμως τούτη τη φορά είχαν έναν χορό με αδελφοσκότωμα. Ο αδελφός σκότωνε τον αδελφό. Εμφύλιο τον λέγανε. Όλοι τους έλεγαν πως πολεμούν για την πατρίδα και τον λαό της. Για τη λευτεριά της. Και τα κορμιά και από τις δυο πλευρές έπεφταν με το αίμα τους το αδελφικό να τρέχει.

Τούτες τις μέρες έμοιαζε να προχωράει στο τέλος του τούτο το κακό. Όλα έδειχναν πως αυτοί που ήσαν από την άλλη μεριά πλέον δεν άντεχαν άλλο τα χτυπήματα και προσπαθούσαν να γλυτώσουν. Κι΄οι κάτοικοι στην Αετόπετρα, στο μικρό χωριό της Πίνδου ετοιμάζονταν να ανοίξουν τις πόρτες τους στον καινούργιο χρόνο γεμάτοι με ελπίδες.

Στο μικρό σπιτάκι του Κωστή του Γερονικόλα, η κυρά του, η Φωτεινή μαζί με τις εγγόνες της ετοίμαζε το σπιτικό. Καθάρισμα και κάτι λίγα για φαγητά. Δύσκολες οι εποχές για πολλά. Καμιά φορά ακόμα και το ψωμί έλειπε από το τραπέζι τους.

Τον Μανώλη το γιό τους περίμεναν η κυρά – Φωτεινή με τον αφέντη της τον μπάρμπα-Κωστή, που θα ερχόταν από την Αθήνα να γιορτάσει μαζί τους τον ερχομό του καινούργιου χρόνου. Είχαν και έναν ακόμη γιο τα δυο γερόντια. Τον Γιώργη. Τούτον όμως δεν ήξεραν αν ζει ή αν έχει σκοτωθεί. Από τις πρώτες μέρες που φτιάχτηκε το αντάρτικο στην πατρίδα μας τούτος δω πήρε το όπλο του και μαζί με την γυναίκα του βρέθηκαν να πολεμάνε τους εχθρούς πλαϊ στον Άρη. Τον πρώτο καιρό έστελνε κανένα μήνυμα στους γέροντες γονείς του. Κάποια στιγμή όμως όλα σταμάτησαν. Άδικα προσευχόταν η δύστυχη η μάνα. Η καλή κουβέντα δεν έλεγε ν’άρθει. Μέχρι που τούτος ο πόνος έμοιαζε να της έχει γίνει μια συνήθεια πια.

Ο μικρότερος, ο Μανώλης πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Άσχημη και επικίνδυνη η ζωή στο χωριό. Κάθε τόσο οι Αντάρτες περνούσαν και έπαιρναν μαζί τους όσους νέους ήθελαν να τους ακολουθήσουν. Όμως όταν κάποια στιγμή τα πράματα στένεψαν δεν σήκωναν αντιρρήσεις και τους έπαιρναν με την απειλή των όπλων. Κι΄όλοι έτρεχαν να κρυφτούν σαν μάθαιναν ότι οι Αντάρτες πλησίαζαν στο χωριό. Κάπως έτσι ήταν κι΄ο Μανώλης πήρε την απόφαση και έφυγε. Κάποιο πρωινό βρέθηκε στην Αθήνα κι΄έψαχνε για δουλειά. Τα πράματα δύσκολα κι΄εκεί. Ζητούσαν χαρτιά, ζητούσαν καλά λόγια, συστάσεις από γνωστούς, ζητούσαν πολλά. Όμως ο Μανώλης τα κατάφερε. Μετά από πολλές αλλαγές βρέθηκε να δουλεύει σ΄ένα γραφείο που έκανε μεταφορές από Αθήνα σε επαρχία και από επαρχία σε Αθήνα.

Με τα λίγα που κέρδιζε ζούσε και βοηθούσε και τους γέροντες γονείς του να τα βγάλουν πέρα και να μεγαλώσουν τις δυο εγγονές που τους είχαν αφήσει ο Γιώργης και η κυρά του σαν βγήκαν στο Αντάρτικο.

Καλοκαίρια και γιορτές ανέβαινε στο χωριό να δει τους γέροντες γονείς του και να περάσει λίγες μέρες μαζί τους. Πήγαινε και στην πλατεία. Καθόταν στον καφενέ με τους παλιούς φίλους και συντοπίτες. Περνούσε όμορφα τις ώρες του μ΄όλους αυτούς. Μιλούσαν για το χωριό, τον πόλεμο τον Εμφύλιο. Όλοι τους ήξεραν πως τα πράματα για τους αριστερούς πήγαιναν προς το τέλος. Πεταγόταν και στο διπλανό Ελατοχώρι όπου εκεί ήταν η κοπέλα του. Η αγάπη του. Το Κατινιώ, όπως τη φώναζαν οι δικοί της. Χρόνια κρατούσε τούτη η αγάπη τους. Από τότε που παιδιά βοσκούσανε τα κοπάδια τους στις πλαγιές της Πίνδου. Κάποιες φορές άφηναν τα πρόβατα μονάχα τους και τρέχοντας κατηφόριζαν στην πηγή που ξεδιψούσαν με το κρυστάλλινο νερό και χόρταιναν τα φιλιά τους. Το είχε πει και στους δικούς της ο Μανώλης πως κάποια μέρα το Κατινιώ θα το έκανε γυναίκα του. Όμως ήρθαν δύσκολοι καιροί και όλα πήραν να αλλάζουν δρόμους. Ο πόλεμος, η κατοχή, ο Εμφύλιος. Κι΄έφυγε ο Μανώλης στην Αθήνα. Κι΄όλο έγραφε στο Κατινιώ και στους δικούς της ότι θα μαζέψει χρήματα και θα γίνει ο γάμος. Έτσι περνούσαν οι λίγες μέρες σαν ο Μανώλης ανέβαινε στο χωριό. Κι΄ύστερα αποχαιρετιόντουσαν κι΄έπαιρνε και πάλι το δρόμο για την Αθήνα και τη δουλιά του.

Τούτες τις μέρες τον περίμεναν για να γιορτάσουν μαζί τον ερχομό του νέου χρόνου. Η γρηά η μάνα του, η κυρά-Φωτεινή νοικοκύρευε το σπιτικό της. Είχε καλοθρέψει και έναν κόκορα. Θα τον έσφαζε και θα τον έφτιαχνε με μακαρόνια. Να γίνουν πολλά και να φάνε και να χορτάσουν όλοι.

Μεσημέρι της παραμονής ήτανε σαν το λεωφορείο έφτασε στο χωριό. Σταμάτησε στην πλατεία, μπρος στο καφενείο, που ήτανε και σταθμός, και ταχυδρομείο και είχε και το μόνο τηλέφωνο στο χωριό. Κατέβηκε ο Μανώλης . Πέσανε πάνω του οι φίλοι του να τον αγκαλιάσουν και να του ευχηθούν το καλώς όρισες. Κι΄ήρθαν τα ούζα και άρχισαν να πίνουν.

Έφτασε στην παρέα τους και ο παπά – Γιάννης, ο παπάς του χωριού. -Καλώς ήρθες ορέ Μανώλη, του είπε και τον αγκάλιασε κι΄αυτός. Τι κάνεις ορέ; Έτσι θα πηγαινοέρχεσαι. Πότε θα καθίσεις για πάντα στο χωριό μας; Ο Μανώλης χαμήλωσε με ντροπή το βλέμμα του.

-Θα γίνει κι΄αυτό παπά μου, του είπε με σιγανή φωνή. Ταχιά θα γίνει.

-Άντε ορέ συ γιατί το Κατερινιώ έχει κουραστεί να περιμένει. Αντε νάρθεις με το καλό να σας περάσω τα στεφάνια. Να φτιάξετε και τη δική σας οικογένεια. Κείνη τη στιγμή ήτανε που κατέφτασε τρέχοντας, λαχανιασμένος ο Γιαννιός, ο ταχυδρόμος του χωριού.

-Αδέλφια. Άσχημα τα μαντάτα. Τα στρατά του καπετάν – Καραφωτιά κατηφορίζουν κατά δω.

-Τι τρέχει μωρέ; του φωνάζει ο παπά – Γιάννης. Τον κυνηγούν οι δικοί μας;

-Όχι παπά μου. Φαίνεται πως κι΄αυτός πήρε το δρόμο προς την Αλβανία. Κι΄αυτό είναι το άσχημο. Με την ησυχία του θα περάσει από εδώ κι΄αν σταματήσει αλίμονό μας. Η ανησυχία και ο φόβος σκέπασε τα πρόσωπα όλων που πριν λίγο με χαρές και γέλια έπιναν τα ούζα τους στον μικρό καφενέ του χωριού. Το πέρασμα των ανταρτών από το χωριό τους μόνο κακά κουβαλούσε μαζί του. Δεν θα άφηναν ήσυχους τους απλούς ανθρώπους του μικρού χωριού, Όλο και κάτι θα άρπαζαν, όλο και κάποιον θα έπαιρναν μαζί τους. Κι΄ήτανε επόμενο τούτες οι σκέψεις να τους γέμιζαν με ανησυχίες και φόβους.

-Μη σκιάζεστε ορέ, προσπάθησε ο παπά-Γιάννης να τους ηρεμήσει. Περαστικοί θα είναι από δω. Τραβάνε για την Αλβανία για να γλυτώσουνε.

-Δεν έχουνε μπέσα παπά μου, του μίλησε ο Ενωμοτάρχης. Εγώ θα πάρω τους δυο άντρες μου και θα ανεβούμε στο βουνό κάπου να κρυφτούμε.

-Εσύ καλά θα κάμεις να κρυφτείς γιατί έτσι και σε βρούνε δε γλυτώνεις. Πολύ σας συμπαθάνε σας τους χωροφυλάκους. Μετά γύρισε στους άλλους.

-Εσείς πατριώτες κρυφτείτε όπου μπορείτε μέχρι να χαράξει ο Θεός τη μέρα.

Και πήρανε όλοι τους δρόμους για τα σπίτια τους. Κατηφόρισε κι΄ο Μανώλης στο σπιτικό του. Αγκαλιαστήκανε με την μάνα του και τον πατέρα του. Αγκάλιασε και φίλησε και τις δυο μικρές του αδελφού του. Είπε τα νέα στον πατέρα του μα ο γερο – Κωστής δεν φάνηκε να ταράχτηκε και πολύ. Κάθισε στην καρέκλα του, άναψε τον καπνό από την πίπα του και μίλησε στο γιό του.

-Μη φοβάσαι τίποτα ορέ. Τούτοι δω του καπετάν-Καραφωτιά είναι οι τελευταίοι που έχουν απομείνει στα μέρη μας και βιάζονται να φύγουν κι΄αυτοί για να γλυτώσουν. Θα περάσουν από το χωριό μα δεν το έχω πως θα σταματήσουν εδώ μα ούτε και κακό θα μας κάνουμε.

-Πατέρα, τον αντέκοψε ο Μανώλης. Έτσι κι έρθουν εδώ και με δούνε δεν γλυτώνω. Θα με τραβήξουνε μαζί τους.

-Μη σκιάζεσαι σου λέω. Αυτοί χρόνο δεν έχουνε να σταματήσουνε και να ψάχνουνε τα σπίτια. Θα πρέπει όσο κρατάει το σκοτάδι της νύχτας να έχουν περάσει τα σύνορα αλλιώς είναι τελειωμένοι. Κι΄αν χτυπήσουν τη πόρτα για λίγο θα μείνουν. Και ούτε που θα ψάξουν. Κρύψου κάτω από ένα κρεββάτι και τέλειωσε. Παρ΄όλα τα λόγια του πατέρα του ο Μανώλης έδειχνε ανήσυχος. Όμως δεν είπε τίποτα. Ήταν κάποια στιγμή που έφτασε από το δίπλα χωριό και το Κατερινιώ. Αγκάλιασε σεμνά τον Μανώλη και χαιρετήθηκαν. Και του είπε τα μαντάτα που και αυτή είχε μάθει. Πως ο καπετάν-Καραφωτιάς με τα μπουλούκια του κατηφόριζε προς το χωριό τους, την Αετόπετρα.

-Τα είπαμε Κατινιώ, την αντέκοψε ο γέρο-Κωστής. Τα είπαμε. Κανένας φόβος. Πάγαινε μέσα να βοηθήσεις τη γρηά-Φωτεινή στο μαγείρεμα. Άντε να φάμε νωρίς νάμαστε εντάξει αν τύχει και έχουμε επισκέψεις. Και το Κατερινιώ πήγε στην κουζίνα.

Κι΄έμειναν στο μικρό σπιτάκι όλοι αμίλητοι και ανήσυχοι να περιμένουν το χρόνο να κυλήσει. Είχαν πάρει να σιγομιλάνε για την ζωή στην Αθήνα για την κατάσταση γενικά. Όμως τ΄αυτί τους έμοιαζε να είναι στημένο έτοιμο να αρπάξει τον οποιονδήποτε θόρυβο έφτανε απ΄έξω. Κι΄ο χρόνος είχε πάρει να κυλάει αργά κι΄έμοιαζε να θέλει να τους βασανίζει. Κι΄άξαφνα βροντερή ακούστηκε η φωνή του γερο-Κωστή μέσα στο μικρό σπιτάκι.

-Σταματήστε όλοι, κι΄έμοιαζε να στείνει το αυτί του για να ακούσει πιο καλά.

Και στ΄αλήθεια μέσα στην ησυχία της νύχτας κάποιοι παράξενοι θόρυβοι έμοιαζαν ν΄ακούγονται σαν να έρχονται από μακρυά. Αμίλητοι κοιταζόντουσαν μεταξύ τους. Κι΄ειχαν στήσει το αυτί του όλοι κι΄ακουγαν.

Κάποια στιγμή ο γερο-Κωστής άρπαξε το Μανώλη από τους ώμους και τον έσπρωξε προς το κρεββάτι. -Κρύψου γρήγορα, του φώναξε και τον βόηθησε να χωθεί κάτω από το κρεββάτι.

Κοίταξε γύρω του όλους τους άλλους. Έκαμε δυο βήματα και στάθηκε μπροστά από το Κατερινιώ. Άρπαξε κι΄αυτήν από τον ώμο και την έσπρωξε γρήγορα προς το μικρό πορτάκι της κουζίνας.

-Γρήγορα στο κοτέτσι εσύ, της φώναξε, και το Κατερινιώ χάθηκε.

Αγκάλιασε τις δυο εγγόνες του και κάθισαν όλοι μαζί σε ένα παλιό καναπέ. Η γρηά-Φωτεινή είχε απομείνει στην κουζίνα και κοιτούσε την κατσαρόλα με το φαγητό χωρίς να κάνει κάτι. Πέρα από τη μεριά του χωριού τα βήματα είχαν πάρει πλέον να ακούγονται καθαρά. Έμοιαζε νάσαν πολλοί αυτοί που περπατούσαν στα μικρά μονοπάτια του βουνού.

Κάποια στιγμή τα βήματα ακουγόντουσαν πλέον τόσο καθαρά που ξεχώριζα ότι περπατούσαν στο μικρό δρομάκι που ήταν πιο πέρα από το σπίτι. Βήματα πολλά και πνιχτά έμοιαζαν να μετρούν αμέτρητα πόδια που περπατούσαν. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν τα βήματα από τα άλογα και τα μουλάρια που έσερναν μαζί τους. Μέσα στο μικρό σπιτάκι όλοι είχαν απομείνει ακίνητοι και σιωπηλοί. Δυνατά μετρούσαν οι χτύποι της καρδιάς τους καθώς αναλογίζονταν τον κίνδυνο που περνούσε τόσο κοντά τους.

Κι΄έμεναν αμίλητοι μέσα στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή κάποια βήματα ακούστηκαν κάπως πιο ζωηρά. Έμοιαζαν να πλησιάζουν προς την μεριά που ήταν το σπίτι. Ο τρόμος φάνηκε να έχει γεμίσει τα μάτια του γερο-Κωστή. Κοίταξε τη γρηάντου και τα δυο μικρά και βάζοντας το δάχτυλό του στα χείλια του τους έδειξε να μείνουν αμίλητοι. Και ξαφνικά ένα δυνατό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Όλοι τους μέσα στο μικρό σπιτάκι ένιωσαν τον φόβο να τους κάμει να τρέμουν. Κανείς δεν είπε μια λέξη. Και το χτύπημα ξανακούστηκε πιο δυνατό τούτη τη φορά. Κι΄ο γερο-Κωστής πετάχτηκε όρθιος. Έμοιαζε για λίγο να προσπαθεί να στεριώσει στα πόδια του και προχώρησε στην πόρτα. Άνοιξε λίγο το ένα πορτόφυλλο και προσπάθησε στο σκοτάδι να διακρίνει τον επισκέπτη. Κι΄έμεινε εκεί άφωνος. Ένα ζευγάρι έστεκε μπρος του. Κατάφερνε μες στα σκοτάδια να ξεχωρίζει έναν άντρα και μια γυναίκα. Ντυμένοι κι΄οι δυο με εκείνα τα παράξενα, φτωχά και μισοσκυσμένα ρούχα που φορούσαν οι μαχητές εκείνου του στρατού. Εκείνου του στρατού που μετά από τόσους θριάμβους πλέον τα είχε χάσει όλα και προσπαθούσε να σωθεί με το φευγιό σε ξένες χώρες. Μάταια ο γέρος προσπαθούσε μες το σκοτάδι να διακρίνει τα πρόσωπά τους.

-Πατέρα, εμείς είμαστε.

Ακούστηκε η φωνή του άντρα και σπρώχνοντας ελαφρά τον γέρο προχώρησαν μέσα. Ξαφνικά όλες οι αγκαλιές άνοιξαν. Χύθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και προσπάθησαν να γευτούν την χαρά που του πρόσφερε η περίσταση. Έκλαιγε η γρηά-Φωτεινή καθώς η αγκαλιά της έκλεινε το γιό της και τη νύφη της. Με κόπο προσπαθούσε να κρύψει τα δάκρυά του ο γερο-Κωστής. Ο Μανώλης ξεπρόβαλε δειλά κάτω από το κρεββάτι Τα δυο αδέλφια αγκαλιάστηκαν κι΄έμειναν ώρα πολλή αγκαλιασμένα.

-Θα μείνετε γιέ μου να φάμε μαζί; ρώτησε δειλά η γρηά μάνα.

-Οχι μάνα. Δεν μπορούμε να μείνουμε. Θα μας σκοτώσουν οι άλλοι σαν θα μας φτάσουν κι έρχονται πίσω μας.

Και μέσα στ΄αναφυλητά, στις ευχές και στα δάκρυα οι τελευταίες αγκαλιές έκλεισαν όλη την ομορφιά της στιγμής. Ο Γιώργης πήρα από το χέρι τη γυναίκα του, ζώστηκαν τα άρματά τους και ξεπόρτισαν. Χάθηκαν στα σκοτάδια τη νύχτα της πρωτοχρονιάς. Μακρυά ακούστηκε η καμπάνα της μικρής εκκλησιάς τ΄Αη – Νικόλα που από το μικρό χωριό έστελνε το χαρούμενο μήνυμα της γιορτής. Η πρωτοχρονιά του 1945 ξημέρωνε.

HOME PAGE

Related Posts

Comments are closed.