Περιμένοντας την Ανάσταση
Posted by estiator at 8 April, at 11 : 59 AM Print
Πασχαλινό Διήγημα του Διονύση ε. Κονταρίνη
EIXE πάρει να σκοτεινιάζει σαν κάθισε σε μια καρέκλα η γιαγιά – Ρηνιώ, για να ξεκουραστεί, αποκαμωμένη από την κούραση όλης της μέρας. Από νωρίς το πρωί είχε αρχίσει το συγύρισμα του σπιτιού μαζί με την μονάκριβη εγγόνα της τη Αννιώ. Τούτη δω η κοπελιά ήτανε το μόνο που της είχε απομείνει από όλη την οικογένεια της. Τούτη δω ήτανε τα πάντα. Πάνω της η γιαγιά Ρηνιώ είχε ακουμπήσει όλη την αγάπη της.
Τα χρόνια που πέρασαν πάνω από τούτο το σπιτικό πήραν όλα όσα το ομόρφαιναν. Κι΄άφησαν πίσω του τον πόνο. Μικρό κοριτσάκι ήταν η Αννιώ, που ορφάνεψε όταν τους γονείς της, εκείνα τα χρόνια τους πήραν μαζί τους οι αντάρτες σαν πέρασαν κάποια μέρα από το χωριό. Κι΄από τότε χάθηκαν και δεν γύρισαν ποτέ. Ούτε και ποτέ τους έμαθαν τι απόγιναν. Μάταια τους περίμενε για χρόνια η γιαγιά Ρηνιώ. Όπως περίμενε και τον άντρα της να γυρίσει από την Αλβανία. Ήταν τότε που μαζί με όλους τους νέους της πατρίδας ανέβηκαν πάνω στα χιονισμένα βουνά για να φωνάξουν το ΟΧΙ που ταρακούνησε όλο τον κόσμο.
Ήταν τότε που έφυγε κι΄ο άντρας της. Κι΄απόμεινε με την μοναχοκόρη της να τον περιμένει. Κάποιοι γύρισαν. Μα κείνος δεν γύρισε ποτέ. Κάπου εκεί πάνω, σε κάποια βουνοκορφή είχε αφήσει τα κόκκαλα του. Κι΄ από μόνη της η γιαγιά Ρηνιώ πήρε να μεγαλώνει τη μοναχοκόρη της. Πικρά και πονεμένα περνούσανε τα χρόνια. Και κάποια μέρα μικρή την καλοπάντρεψε με τον Πετρή. Καλό κι εργατικό παλληκάρι. Μα δεν χάρηκαν τη ζωή τους. Ήταν τότε σαν άνοιξε τα μάτια της στον κόσμο η μικρή Αννιώ. Λίγων μηνών ήτανε σαν πέρασαν από το χωριό τους οι αντάρτες του καπετάν-Γιάννου και μάζεψαν όσους νιους μπόρεσαν. Μαζί και την κόρη της την Ελένη και τον Πετρή. Ούτε που την άφησαν να την σφίξει στην αγκαλιά της.
Στα γρήγορα χάθηκαν κάτω προς το γεφύρι της Ρεμματιάς. Απόμεινε μόνη της μ’ ένα μωρό. Έτσι τούτο το σπιτικό έκλεινε μέσα του μόνο τις δυο τους. Τη γιαγιά και την εγγονή. Μέχρι που το πήρε απόφαση και έδωσε όλη της τη ζωή για τη μικρή τότε Αννιώ. Άνοιξε την αγκαλιά της, πήρε κουράγιο και άρχισε να προχωράει μαζί της στη ανηφόρα της ζωής.
-Έλα κάτσε λιγάκι ορή Αννιώ μου. Έλα να μιλήσουμε λίγο. Η Αννιώ πήγε και κάθισε πλάϊ της.
-Κουράστκες ορέ γιαγιά μου. Κουράστηκες σήμερις. Αναστέναξε για λίγο η γιαγιά Ρηνιώ και ξάπλωσε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα της.
-Δεν πειράζει κοπελούδα μου, της είπε με αγάπη. Τελειώσαμε όλα Αύριο θα πάμε να ψωνίσουμε λίγα πραμματάκια για να φτιάξω κάτι να πάρουμε μαζί μας στο πανηγύρι της Κυριακής του Πάσχα. Σε μιαν άκρη θα καθίσουμε εμείς έτσι ίσα να καταλάβουμε πως είναι Λαμπρή.
Η Αννιώ είχα απομείνει σκεπτική και αμίλητη να ακούει τη γιαγιά της. Πολύ θα ήθελε να μην πάνε την Κυριακή στο πανηγύρι της πλατείας. Ήθελε να αποφύγει όλους αυτούς τους νεαρούς που την γλυκοκοιτάζανε.
-Θα ’ναι πιο όμορφα γιαγιά μου να καθίσουμε οι δυο μας σπίτι, της είπε.
Κι΄ ήταν τότε που η γιαγιά πετάχτηκε νευριασμένη.
-Είσαι με τα καλά σου ορή; Πάσχα και να κλειστούμε εδώ; Να μη δούμε Θεού πρόσωπο. Να μην πούμε Χριστός Ανέστη σε άνθρωπο; Να μην τσουγκρίσουμε το αυγό μας;
Και η Αννιώ την άκουγε αμίλητη.
-Δεν το μπορώ γιαγιά μου.
-Σκασμός σου, της είπε απότομα η γιαγιά της. Θα πάμε. Εκεί ορή θα είναι όλα τα παλληκάρια του χωριού. Να σε δει κανένα από δαύτα μήπως και σε πάρει γυναίκα του να βρεις το δρόμο σου. Εδώ πλάϊ μου θα βγάλεις τη ζωή σου. Κι΄ως πότε θα ζω κι΄εγώ για να σε κουμαντάρω; Πόσο ακόμα; Πολλά τα χρόνια πάνω μου. Δεν τα θωρείς;
Η Αννιώ σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε τη γιαγιά της. Ύψωσε τη φωνή της. Έμοιαζε να θέλει να ακουστεί αυτό που έκλειναν τα λόγια της μέσα τους.
-Δε χρειάζομαι κανένα παλληκάρι. Έχω το δικό μου και το περιμένω. Και σα θα ‘ρθει θα με κάμει γυναίκα του.
-Χρόνια τον περιμένεις ορή κι ακόμα να φανεί, ακούστηκε σκληρή η φωνή της γριάς. Ποιό ξέρει σε ποια ξενιτιά έχει χαθεί και ζει τη ζωή του. Και συ τον περιμένεις.
-Θα ‘ρθει γιαγιά μου ο Δημήτρης μου. Το ξέρω. Θα το δεις. Θα ‘ρθει.
Κι΄ήταν κείνη τη στιγμή που άρχισε να αναθυμάται τις όμορφες στιγμές που είχαν περάσει αντάμα με τον Δημήτρη πριν να φύγει με το μπάρκο σ΄ένα από τα παπόρια του καπετάν-Μιχαλιού, ενός από τους μεγαλοεφοπλιστές του νησιού τους. Με τις ώρες τριγύριζαν στις γωνιές του χωριού τους και ζούσαν την αγάπη τους. Μέσα στα φιλιά τους ο Δημήτρης της μιλούσε για την όμορφη ζωή που θα ζούσαν όταν μετά το γυρισμό του από τα ταξίδια θα παντρευόντουσαν. Κατέβαιναν στην πηγή. Καθόντουσαν σε μια άκρη και κοιτούσαν τα νερά που κυλούσαν προς τα κάτω. Άλλες φορές ανέβαιναν στην κορφή του μικρού λόφου και κοιτούσαν τον ήλιο που χανόταν αργά μέσα στη θάλασσα. Και μια μέρα ο Δημήτρης έφυγε. Την αγκάλιασε, τη φίλησε και της έδωσε όρκο για τον γυρισμό του και την παντρειά τους.
-Σα θα γυρίσω καλή μου θα σε κάμω γυναίκα μου. Περίμενέ με.
Κι έφυγε. Κι΄ απόμεινε η Αννιώ να τον περιμένει και να μετράει το χρόνο που περνούσε πάνω της.
Κείνη την ώρα χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν τρομαγμένες. Κανέναν δεν περίμεναν. Η απορία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Τα χτυπήματα ακούστηκαν για ακόμη μια φορά. Η Αννιώ σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα. Στο άνοιγμά της είδε να στέκεται ο Τσαβούλης. Ένας από τους μπιστικούς του μεγαλοπρούχοντα του χωριού του κυρ-Αντώνη του Καπουράνη. Έστεκε εκεί και κοιτούσε τη γριά στα μάτια.
-Εεε, κυρά Ρηνιώ, ακούστηκε βαριά και άγρια η φωνή του. Με στέλνει ο αφέντης μου ο κυρ-Αντώνης. Μεθαύριο, το Πάσχα είσαι καλεσμένη του κι΄εσύ και η αγγόνα σου. Μου είπε να σου πω να έρθετε στην πλατεία και θα καθίσετε στο τραπέζι του.
Σαν άκουσε τούτα τα λόγια η γριά σηκώθηκε από το κάθισμά της και με κουρασμένα βήματα πήγε μπροστά του. Τον κοίταξε στα μάτια και τον ρώτησε με φοβισμένη τη φωνή της.
-Και σαν τι να θέλει από μας ορέ ο αφέντης σου και μας καλάει στο τραπέζι του.
-Δεν είναι αυτή η δουλειά μου κυρά – Ρηνιώ. Σου είπα την πεθυμιά του και την παραγγελιά που μου έδωσε. Τέλειωσα. Την Κυριακή θα είσαστε εκεί. Και απότομα έκαμε στροφή και πήρε το δρόμο.
Κι΄ απόμειναν γιαγιά και εγγονή να κοιτάζονται και να προσπαθούνε να μαντέψουνε τις πεθυμιές του αφέντη του Αντώνη Καπουράνη.
Από το χάραμα της Κυριακής του Πάσχα οι καμπάνες της μικρής εκκλησιάς είχαν αρχίσει να χτυπάνε σκορπίζοντας γύρω τη χαρά της μεγάλης γιορτής. Οι σούβλες με τ΄ αρνιά είχανε στηθεί σε μια μεγάλη σειρά και οι φωτιές άφηναν τους καπνούς να ανεβαίνουν ψηλά μοιάζοντας σαν να τραγουδάνε ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στην χαρά της γιορτής. Νέα παιδιά έστηναν τις καρέκλες και τα τραπέζια που θα καθόταν ο κόσμος. Οι μουσικοί ετοίμαζαν τα όργανά τους για τους χορούς που θα ομόρφαιναν τη μεγάλη γιορτή της Πασχαλιάς. Όλα ετοιμάζονταν στην μικρή πλατεία του νησιού και ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται σιγά-σιγά. Έδιναν κι΄ έπαιρναν οι ευχές και τα χρόνια πολλά. Αγκαλιές ανοίγονταν και τα φιλιά της Ανάστασης και της αγάπης άρχισαν να μοιράζονται. Κι΄ ο αφέντης ο Αντώνης ο Καπουράνης φάνηκε κάποια στιγμή να προβάλει στην μικρή πλατεία. Πίσω του ακολουθούσε η γυναίκα του, οι τέσσερεις γιοί του και το υπόλοιπο προσωπικό του. Τον πλησίασαν ο Ενωμοτάρχης, ο παπά – Φώτης κι΄ο Χαραλάμπης ο πρόεδρος.
-Χρόνια σου πολλά αφέντη Αντώνη, ακούστηκαν οι ευχές τους, και τον οδήγησαν στο κεντρικό τραπέζι. Κάθισαν. Πλάϊ του πήγε να καθίσει ο παπάς. Όμως ο Αντώνης τον σταμάτησε.
-Παπά μου, του είπε. Με το συμπάθιο, αλλά τούτο το Πάσχα θα καθίσεις απέναντί μου. Σήμερα πλάϊ μου έχω κάποιον καλεσμένο.
Όλοι τους κοιτάχτηκαν παράξενα μεταξύ τους με κάποια ερωτηματικά περιέργειας να ζωγραφίζονται στα πρόσωπά τους.
-Ποιός είναι αφέντη τούτος ο καλεσμένος σήμερα; ρώτησε ο παπάς.
-Νάτονε, φάνηκε, τους είπε και έδειξε σε κάποια γωνιά της μικρής πλατείας που είχε φανεί η γιαγιά – Ρηνιώ με την εγγονή της την Αννιώ.
Άφωνοι έμειναν όλοι γύρω του και κοιτάζονταν μεταξύ τους. Η απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους για το τι μπορεί να ζητάει η γιαγιά – Ρηνιώ ανάμεσα στους προύχοντες του μικρού νησιού.
-Η γιαγιά – Ρηνιώ ανάμεσά μας, άρχοντά μου, ρώτησε με απορία ο πρόεδρος. Ο Αντώνης τον κοίταξε χαμογελώντας.
-Ναι πρόεδρέ μου. Η γιαγιά Ρηνιώ ανάμεσά μας. Είναι καλεσμένη μου.
Πλησίασε τη γιαγιά-Ρηνιώ, έπιασε και τις δυο γυναίκες από το χέρι και τις έφερε στο τραπέζι. Τις έβαλε να καθίσουν πλάϊ του.
Τα όργανα είχαν αρχίσει να παίζουν. Κάποιοι από τους νιούς του μικρού νησιού είχαν αρχίσει να χορεύουν. Οι ψήστες με τους βοηθούς τους είχαν αρχίσει να κόβουν τα αρνιά σε μεζέδες και να γεμίζουν τα τραπέζια. Η χαρά της μεγάλης γιορτής είχε πάρει να γεμίζει την μικρή πλατεία. Ο Αντώνης γέμισε τα ποτήρια της παρέας του. Σηκώνοντας το ποτήρι του μίλησε σε όλους.
-Ελάτε τώρα να πιούμε για το καλό που θα ακούσετε και δώσετε τις ευχές σας. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, ήπιαν από λίγο και ο Αντώνης μίλησε.
-Πατριώτες. Κάλεσα σήμερα την γιαγιά-Ρηνιώ στο τραπέζι μας γιατί έχω να της πω τούτο. Θέλω να δώσει την εγγόνα της την Αννιώ να γίνει γυναίκα του γιού μου του μεγάλου, του Κωνσταντή.
Η γιαγιά-Ρηνιώ είχα απομείνει άφωνη να τον κοιτάζει. Η Αννιώ κοιτούσε κι΄αυτή όλους γύρω και ξαφνικά έβαλε το πρόσωπό της στις παλάμες της και άρχισε να κλαίει. Η γιαγιά της έσκυψε προς το μέρος της και την αγκάλιασε.
-Σώπασε ορή και σκέψου το αυτό, της ψιθύρισε με σιγανή φωνή. Μιλάει η τύχη σου. Που θά ‘βρεις κάτι καλύτερο.
-Στην υγειά τους ορέ Ρηνιώ, φώναξε ο Αντώνης και σήκωσε το ποτήρι του.
-Στην υγειά τους, ευχήθηκε ο Ενωμοτάρχης. Να σας ζήσουν.
-Στην υγειά τους άρχοντα Αντώνη, ευχήθηκε και ο πρόεδρος. Να ζήσουνε. Και στις χαρές τους εδώ, στην πλατεία, να κάνουμε το γλέντι.
-Θα περιμένεις λίγο άρχοντά μου, είπε η γιαγιά-Ρηνιώ. Θα περιμένεις λίγο για την απόκρισή μου.
Να το κουβεντιάσουμε για λίγο με την κοπελιά. Να τα μιλήσουμε.
Ο Αντώνης κοίταξε τη Αννιώ που συνέχιζε να έχει το πρόσωπό της στις παλάμες της και να μένει αμίλητη. -Τι λες και συ ορή Αννιώ; τη ρώτησε χαμογελώντας. Τον θέλεις το γιό μου τον Κωνσταντή; Παλληκάρι είναι και άξιος. Αυτός διαφεντεύει όλο το βιός μας.
Όμως η Αννιώ έμενε αμίλητη. Κι΄αμίλητοι κάθισαν όλοι στις θέσεις τους.
Τα όργανα της μουσικής δεν σταματούσαν τη μελωδία καλώντας όλους στη χαρά του χορού.
-Πάρε τη κοπελιά Κωνσταντή και πηγαίνετε και σεις να χορέψετε. Σηκώθηκε ο Κωνσταντής και χαμογελαστός έδωσε το χέρι του στην Αννιώ.
Κι΄αυτή σηκώθηκε.
-Δεν θέλω να χορέψω. Προτιμώ να περπατήσουμε λίγο, του είπε κι΄αρχισε να προχωρεί.
-Λοιπόν; τον ρώτησε σαν ξεμάκρυναν λίγο. Πως βλέπεις αυτά που είπε ο πατέρας σου; Ο Κωσταντής έμοιαζε να τα χάνει για λίγο.
-Δεν ξέρω. Τι να πω. Εγώ σε θέλω και το ξέρεις. Αν θέλεις κι΄εσύ… Η Αννιώ γέλασε λιγάκι. Σταμάτησε και σήκωσε τα μάτια της πάνω του.
-Ξέρεις για τον Δημήτρη. Πολλές φορές μας είδες μαζί. Τι λες;
-Δυο χρόνια λείπει και κανένα νέο του δεν υπάρχει. Ακόμη περιμένεις;
Η Αννιώ δεν του απάντησε. Αμίλητη προχώρησε. Κι΄ο Κωνσταντής την ακολούθησε αμίλητος κι΄αυτός. Κείνη την ώρα έφτασε στην πλατεία αναστατωμένος ο κυρ-Νώντας, ο υπεύθυνος του λιμανιού. Πλησίασε το τραπέζι με την παρέα του αφέντη του Αντώνη και σκύβοντας κοντά του κάτι του ψιθύρισε στο αυτί που οι άλλοι δεν το άκουσαν. Η ζωγραφιά του τρόμου απλώθηκε πάνω στο πρόσωπό του. Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί για λίγο γύρω. Μετά τον κοίταξε στα μάτια.
-Τι λες ορέ; Είναι αλήθεια;
-Ήρθε σήμα επίσημο από το Υπουργείο άρχοντά μου. Καθαρά τα λέει. Κανείς δεν γλύτωσε.
Όλοι κοιτούσαν τον κυρ-Νώντα και προσπαθούσαν κάτι να καταλάβουν φωνή του άρχοντα Αντώνη ακούστηκε βαριά.
-Το παπόρο μας, ο “Αετός” πάει. Το κατάπιαν τα κύματα σε μια φουρτούνα στη Μαύρη θάλασσα. Κανείς δεν γλύτωσε.
Αμίλητοι έμειναν όλοι και άφησαν τον τρόμο να γεμίσει τα πρόσωπά τους. Η φωνή του αρχόντου ακούστηκε σιγανή και πάλι.
-Κουβέντα κανείς σας. Αφήστε τους ανθρώπους να χαρούνε το Πάσχα τους. Αύριο τα λέμε. Κι΄εσύ κυρά-Ρηνιώ ετοίμασε την εγγονή σου. Πάει κι΄ο δικός της.
Και που νά ‘βρει τη δύναμη η γιαγιά-Ρηνιώ να μιλήσει στην εγγόνα της. Πως να της το πει που περίμενε τον Δημήτρη της για να γίνουν οι παντρειές και τα στεφανώματα; Έμεινε η γριά να την κοιτάζει αμίλητη. Κι΄η Αννιώ να αναρωτιέται σαν τι τάχα να συμβαίνει Μέχρι που ακούστηκαν οι φωνές στο δρόμο.
-Τρεχάτε χωριανοί. Η κυρά-Μαρία πεθαίνει. Τρεχάτε να βοηθήσετε.
Πετάχτηκε πάνω η Αννιώ σαν το άκουσε τούτο το μαντάτο. Η μάνα του Δημήτρη της ήταν τούτη δω η κυρά-Μαρία. Η μάνα του αγαπημένου της ήταν που πήγε να σκοτωθεί. Βρέθηκε στο δρόμο και ούτε που κατάλαβε για πότε έφτασε στο σπίτι του αγαπημένου της. Κι΄εκεί έμαθε το μαντάτο. Εκεί της είπαν για το χαμό του καραβιού και τον αφανισμό όλων που ήσαν μέσα.
Ένα κουρέλι ήταν σαν έφτασε στο σπιτικό της. Έπεσε πάνω στο κρεβάτι της και έμοιαζε σαν να μην την ακουμπούσε η ζωή. Κι΄ έμεινε εκεί όλη την νύχτα με τη δόλια την γιαγιά της να προσπαθεί να την συνεφέρει. Χαράματα. Πριν ο ήλιος να προβάλει από τα αντικρινά βουνά κι΄ενώ η γριά γιαγιά της κοιμόταν, πήρε μια αγκαλιά από τα σκουτιά της και βγήκε στο δρόμο. Κι΄ούτε που φάνηκε από τότε. Κάποιοι είπαν ότι την είδαν εκείνο το πρωινό που κλαίγοντας τραβούσε την ανηφόρα που πήγαινε στο μοναστήρι της Παναγιάς της Σπορίτισσας.