Πώς οι Ελληνοαμερικανοί βοήθησαν την Γερμανοκρατούμενη Ελλάδα
Posted by estiator at 11 September, at 10 : 42 AM Print
Η υπέροχη ιστορία της κινητοποίησης της ομογένειας που έσωσε χιλιάδες από πείνα και ασθένειες
■ Του καθηγητή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Κ. ΚΥΡΟΥ
Μετά την κατάληψη της Ελλάδος απο τους Γερμανούς και πολύ πριν την είσοδο της Αμερικής στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ελληνικός λαός αντιμετώπισε πείνα και χιλιάδες πέθαναν κυρίως στην Αθήνα. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για τους Ελληνοαμερικανούς να κινητοποιηθούν σε μια άνευ προηγουμένου πατριωτική προσπάθεια με την οργάνωση Greek War Relief για την αποστολή τροφίμων και φαρμάκων στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ο αναγνώστης θα πληροφορηθεί την ιστορία μιας υπέροχης εκστρατείας που έγραψε ο καθηγητής Αλέξανδρος Κ. Κύρου, με τον τίτλο «Operation Blocade: Greek-American Humanitarianism During World War II». Το βαρυσήμαντο αυτό ντοκουμέντο περιλαμβάνεται σε μετάφραση στο βιβλίο «Greek Pivotal Role in World War II and its Importance to the U.S. Today», έκδοση του American Hellenic Institute με πρόλογο του Βρετανού στρατηγού Andrew J. Godpaster. Το πρωτότυπο κείμενο του καθηγητή στα αγγλικά, στην σελ. 26.
2ο (τελευταίο)
ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ της Τουρκίας για την κατάσταση στην Ελλάδα δημιούργησε μια ευκαιρία για την ΕΒΕΕ. Καθώς ανέλυε τα επιχειρήματα υπέρ της άσκησης πίεσης στην Βρετανία να άρει τον ναυτικό αποκλεισμό που είχε επιβάλει, το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών βοήθησε την ΕΒΕΕ να εφαρμόσει ένα μέτρο παροχής προσωρινής βοήθειας. Κοντολογίς, η ηγεσία της ΕΒΕΕ κατέστρωσε ένα δεύτερο σχέδιο βοήθειας που επικυρώθηκε από το υπουργείο εξωτερικών και εν τέλει έγινε αποδεκτό στην τακτική εφαρμογή από την Βρετανία, όπου τρόφιμα που προμηθεύοντο στην Τουρκία από την ΕΒΕΕ θα αποστέλλοντο στην Ελλάδα και διενείμοντο υπό την επίβλεψη του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Εν τω μεταξύ, η ΕΒΕΕ άρχισε να μεταφέρει χρήματα στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό στην Γενεύη και στους ιδίους αντιπροσώπους του στην Τουρκία. Τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά τροφίμων, συμπυκνώματα βιταμινών, ιατροφαρμακευτική ύλη, κα τα έξοδα την αποστολής τους στην Ελλάδα. Οι σχεδιασμοί για την αποστολή και διανομή του φορτίου ενεπιστεύθησαν σε κάποιον απεσταλμένο ονόματι Μπρουνέλ από την Επιτροπή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα. Ενεργώντας επίσημα σύμφωνα με οδηγίες από την Γενεύη και σε συνδυασμό με τον σχεδιασμό της ΕΒΕΕ, ο Μπρουνέλ ζήτησε τις συμβουλές των κατοχικών δυνάμεων στην Αθήνα, και με την άδειά τους, σχημάτισε μια διοικητική επιτροπή από επιφανείς Αθηναίους φιλανθρώπους για να χειριστεί τις υλοτεχνικές ανάγκες που αφορούσαν στην διανομή του συγκεκριμένου φορτίου. Ο Μπρουνέλ επίσης σχημάτισε μια εκτελεστική οργανωτική επιτροπή που απαρτίζετο από τους αντιπροσώπους των οργανώσεων του γερμανικού, ελληνικού και ιταλικού Ερυθρού Σταυρού. Στην σύσκεψη της 21ης Οκτωβρίου, η εκτελεστική επιτροπή συνέταξε ένα διαχειριστικό σχέδιο για την διανομή των τροφίμων που βασίστηκε σε κοινοτικές και θεσμικές ανάγκες. Επιπλέον, η επιτροπή απέσπασε βεβαιώσεις συνεργασίας από τις κατοχικές αρχές.
Λίγο μετά από την διατύπωση του προγράμματος για την παροχή βοήθειας, το τουρκικό ατμόπλοιο «Κουρτουλούς» ήλθε από την Κωνσταντινούπολη και αγκυροβόλησε έξω από τον Πειραιά. Η εκφόρτωση και διανομή του φορτίου του «Κουρτουλούς» ξεκίνησε στις 29 Οκτωβρίου. Τρεις ημέρες νωρίτερα, η κατοχική υπηρεσία λογοκρισίας επέτρεψε να αποσταλεί ενημερωτικό δελτίο στις ελληνικές εφημερίδες που δήλωνε ότι «η γενναιοδωρία των αμερικανικών οργανώσεων αρωγής βοήθησε στο να υλοποιηθεί η διανομή μεγάλων εφοδίων τροφίμων στον ελληνικό λαό, τα οποία προμηθεύθηκαν και μεταφέρθηκαν από το εξωτερικό». Δεν έγινε αναφορά στην ΕΒΕΕ στο δελτίο και ο ελληνικός λαός δεν γνώριζε για τον ρόλο της οργάνωσης στην μεταφορά της αποστολής βοήθειας. Πλην όμως, οι κατοχικές αρχές τήρησαν την υπόσχεσή τους προς την Επιτροπή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, βοηθώντας τους με την μεταφορά των τροφίμων.
Ως πρωτόγνωρη επιχείρηση που έλαβε χώρα μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, η αποστολή της ΕΒΕΕ αποτέλεσε μια θαυμάσια επιτυχία. Σχεδόν 3.000.000 λίμπρες τροφίμων αποστάλησαν και διανεμήθησαν στην κατεχόμενη Ελλάδα χωρίς εμπόδια από τις δυνάμεις του Άξονα. Όταν οι Σύμμαχοι επιβεβαίωσαν τις πληροφορίες ότι κανένα μέρος της αποστολής δεν κατασχέθηκε από τις κατοχικές δυνάμεις, επετράπη στην ΕΒΕΕ να στείλει δεύτερη αποστολή βοήθειας με το «Κουρτουλούς». Αφού φορτώθηκε με άλλες 3.000.000 λίμπρες τροφίμων που προμηθεύθηκαν στην Τουρκία, το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 10 Νοεμβρίου. Κι έτσι ξεκίνησε ένας τακτικός κύκλος όπου φορτία με τρόφιμα και ιατροφαρμακευτικά είδη κατέφθαναν στην Ελλάδα στις αρχές του χειμώνα του 1941-1942. Την περίοδο αυτή, ο Μπρουνέλ και οι τοπικές επιτροπές του κατόρθωσαν να κρατήσουν τα δημόσια συσσίτια στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά σε λειτουργία, ενώ βελτίωσαν τις μεθόδους διανομής σχετικά με άλλους τομείς ανθρωπιστικής βοήθειας και κατέστρωναν σχέδια για την επέκταση της βοήθειας και σε άλλα σημεία της χώρας.
Όμως, τα σχέδια του Μπρουνέλ για την πραγματοποίηση μεγαλύτερης κλίμακας επιχειρήσεων προσφοράς αρωγής σύντομα ανετράπησαν. Καθώς ο χειμώνας προχωρούσε και τα αποθέματα σιταριού της Τουρκίας μειώνονταν, η Άγκυρα ανακοίνωσε ότι θα διέκοπτε τον ανεφοδιασμό της Ελλάδας με τρόφιμα τον Ιανουάριο του 1942. Συνεπώς, η ΕΒΕΕ ζήτησε την άδεια των κυβερνήσεων τόσο της Βρετανίας όσο και των ΗΠΑ να συναινέσουν στην χρήση ετέρας αγοράς εκτός της Τουρκίας για την προμήθεια τροφίμων για την Ελλάδα. Το Λονδίνο, όμως, έγειρε ενστάσεις για οποιαδήποτε αποστολή αγαθών προς την Ελλάδα εάν τα προϊόντα αρωγής δεν θα προήρχοντο από την Τουρκία. Η επιμονή αυτή ήταν εκ των πραγμάτων αποτέλεσμα μιας επιδέξιας επέκτασης της πολιτικής στρατηγικού αποκλεισμού εκ μέρους της Βρετανίας. Το Λονδίνο δεχόταν να επεκτείνει την σχετικά μικρής εμβέλειας εξαίρεση στον γενικότερο ναυτικό αποκλεισμό έχοντας υπ’ όψιν του μεγαλύτερα στρατηγικά συμφέροντα. Εν ολίγοις, το Λονδίνο επέτρεπε την αποστολή εφοδίων αρωγής στην Ελλάδα από την Τουρκία να πραγματοποιηθεί για να μειώσει το πλεόνασμα των επισιτιστικών πόρων της Άγκυρας. Πιο συγκεκριμένα, οι Βρετανικές αρχές φοβούντο ότι οι πόροι της Τουρκίας ενδεχομένως να αξιοποιούντο από τους Γερμανούς. Κατά συνέπεια, το Λονδίνο έβλεπε με καλό μάτι την όποια συμφωνία που θα διοχέτευε τουρκικά τρόφιμα και αγαθά σε πολίτες μιας Συμμαχικής χώρας, οι οποίοι θα κατανάλωναν εφόδια που ενδεχομένως να περιήρχοντο στα χέρια του Άξονα σε διαφορετική περίπτωση. Έχοντας εκπληρώσει τον στόχο αυτό, οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν τώρα με αδιαφορία τις ανανεωμένες εκκλήσεις της ΕΒΕΕ για την παροχή άμεσης βοήθειας προς την Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ, οι συνθήκες στην Ελλάδα έφτασαν σε τρομακτικά επίπεδα έως τα μέσα του χειμώνα του 1941-1942. Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1942, αναφορές άρχισαν να φτάνουν στις ΗΠΑ ότι μόνο στην περιοχή της Αθήνας έως και 1.000 άτομα πέθαιναν καθημερινά λόγω ασιτίας. Αντιδρώντας στην είδηση αυτή, η ΕΒΕΕ υπερθεμάτισε την άμεση ανάγκη να αποσταλούν τρόφιμα στην Ελλάδα αμέσως και ενέτεινε τις αξιώσεις της.
Χάρη, εν πολλοίς, στην συνεχόμενη και συντονισμένη εκστρατεία άσκησης πολιτικής πίεσης εκ μέρους των ομογενών, καθώς και στις αυξανόμενες αναφορές από υπηρεσίες πληροφοριών, η κυβέρνηση των ΗΠΑ άρχισε να εμφανίζει δείγματα σοβαρού προβληματισμού για την κατάσταση στην Ελλάδα. Επίσης, ο πρόεδρος Ρούσβελτ και το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών διατηρούσαν σοβαρές πολιτικές αμφιβολίες για την πολιτική του ναυτικού αποκλεισμού που εφάρμοζε η Βρετανία. Εκτός από το ρίσκο της αποξένωσης της Τουρκίας, που θα τορπίλιζε την όποια πιθανότητα για την ανάπτυξη μιας εποικοδομητικής σχέσης με τους Συμμάχους, ο ναυτικός αποκλεισμός προσέφερε στην γερμανική προπαγάνδα μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία να ασκήσει κριτική στην Βρετανία για την συμφεροντολογική εγκατάλειψη ενός σημαντικότατου συμμάχου.
Έτσι, εμπνευσμένη να παρέμβει υπέρ της Ελλάδας, η Ουάσιγκτον ζήτησε από τον Λονδίνο στις 3 Δεκεμβρίου 1941 την παροχή πληροφοριών σχετικά με τον ναυτικό αποκλεισμό που επέβαλλε στην Ελλάδα και να παραδεχθεί ή να αρνηθεί τις κατηγορίες περί δικής της ευθύνης για πρόκληση λιμού. Οι Βρετανοί δεν απάντησαν στο αίτημα, το οποίο εστάλη εκ νέου στις 5 Ιανουαρίου 1942, με την παράκληση να δοθεί μια απάντηση στην αμερικανική κυβέρνηση. Μετά της πάροδο μιας και πλέον εβδομάδας, ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Άντονυ Ήντεν απάντησε με ένα μήνυμα όπου η Βρετανία απεποιείτο την όποια ευθύνη για τον λιμό. Επιπλέον, ο Ήντεν δήλωσε ότι οι ενέργειες του Λονδίνου εκτελούντο και εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία τελούσε εν εξορία. Όμως, οι ισχυρισμοί του Ήντεν φάνηκαν ανειλικρινείς, διότι η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση είχε αποστείλει νωρίτερα σειρά απεγνωσμένων εκκλήσεων προς την Ουάσιγκτον ζητώντας από τις ΗΠΑ να λάβουν άμεση δράση εναντίον του λιμού.
Μολονότι η Βρετανία έδειχνε μέχρι τότε αποφασισμένη να συνεχίσει τον αποκλεισμό εις βάρος της Ελλάδας, η πίεση που άσκησε η αμερικανική κυβέρνηση και η διεθνής γνώμη που διαμορφώνονταν όλο και περισσότερο υπέρ της Ελλάδας τελικά οδήγησε την Βρετανία να επανεξετάσει την πολιτική της. Ως εκ τούτου, στις 22 Φεβρουαρίου 1942, το Λονδίνο ειδοποίησε την Ουάσιγκτον ότι δεχόταν να άρει τον αποκλεισμό σχετικά με κομβόι που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια. Με γρήγορες κινήσεις μετά την εξασφάλιση της έγκρισης των κυβερνήσεων τόσο της Βρετανίας όσο και της Αμερικής, η ΕΒΕΕ έθεσε σε εφαρμογή μια προσωρινή επιχείρηση ανθρωπιστικής βοήθειας. Η ΕΒΕΕ πραγματοποίησε επιτυχώς την συγκέντρωση σημαντικών ποσοτήτων ανθρωπιστικών ειδών από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό και την Αμερικανική Ιατρική Χειρουργική Επιτροπής Βοήθειας, εξασφάλισε πακέτο βοήθειας από μέτρα του γνωστού νόμου Εκμισθώσεως και Δανεισμού (lend-lease act) και ναύλωσε το Σουηδικό πλοίο «Sicilia» για την μεταφορά των παραπάνω και ετέρων αγαθών στην Ελλάδα. Φορτωμένο με πάνω από 2.500.000 λίμπρες τροφίμων και εννέα τόνους φαρμάκων, η «Sicilia» απέπλευσε από το λιμάνι της Νέας Υόρκης με προορισμό τον Πειραιά στις 27 Μαρτίου.
Παρόλο που η αποστολή ταχείας αντιμετώπισης «Sicilia» βοήθησε στην βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης στην Ελλάδα, δεν επαρκούσε για να εξαλειφθεί ο λιμός. Η ηγεσία της ΕΒΕΕ γνώριζε ότι η επιτυχία οποιουδήποτε στρατηγικού προγράμματος αρωγής θα απαιτούσε την συνεργασία των βασικών εχθρικών κυβερνήσεων. Συνεπώς, μετά από ενδελεχή έρευνα και σχεδιασμό, η ΕΒΕΕ ετοίμασε ένα σχέδιο που αποκάλεσε με την κωδική ονομασία Επιχείρηση «Αποκλεισμός», και δια της οποίας η ΕΒΕΕ πρότεινε την χρήση ενός ουδετέρου πράκτορα να αναλάβει την μεταφορά των φορτίων τροφίμων, φαρμάκων και ρουχισμού στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι τα εχθρικά κράτη θα χορηγούσαν βεβαίωση για την ελεύθερη διέλευση των πλοίων.
Μετά από συζητήσεις με τον πρόεδρο Ρούσβελτ, τον υφυπουργό εξωτερικών Ουέλς και τον επικεφαλής του Ερυθρού Σταυρού Ντέιβις, η ηγεσία της ΕΒΕΕ επέκτεινε το σχεδιάγραμμα της πρότασής της ενσωματώνοντας τις προτάσεις των παραπάνω προσώπων για την χρησιμοποίηση μιας ουδέτερης διεθνούς επιτροπής εντός της Ελλάδας προς εξασφάλισιν της αποτελεσματικής διανομής των εφοδίων. Απ’ αυτής της άποψης, η περίοδος χορήγησης αρωγής μέσω του «Κουρτουλούς» είχε προσφέρει το ιδανικό εμπειρικό προηγούμενο για μια τέτοια διεθνής συνεννόηση. Συνεπώς, το επικαιροποιημένο σχέδιο της ΕΒΕΕ διετύπωνε ότι τα προηγούμενα δίκτυα που ανεπτύχθησαν μεταξύ της Βρετανίας και των κατοχικών αρχών μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού θα έπρεπε τώρα να χρησιμοποιηθούν για τον συντονισμό διευρυμένων μέτρων ανθρωπιστικής βοήθειας. Εν αναμονή της απάντησης του Λονδίνου σχετικά με την πρότασή της για την Επιχείρηση «Αποκλεισμός», η ΕΒΕΕ δεν έχασε ούτε στιγμή, επιδιδόμενη στην διάθεση χρημάτων για την εφαρμογή του σχεδίου. Επιπλέον, η ΕΒΕΕ χρησιμοποίησε την περίοδο αυτή για να ζητήσει δωρεές σιταριού και άλλων τροφίμων από διάφορες κυβερνήσεις των Συμμάχων και ουδετέρων κρατών, ενώ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους αντιπροσώπους ενός στόλου ακινητοποιημένων σουηδικών πλοίων για την χρήση τους στην μεταφορά της ανθρωπιστικής βοήθειας.
Η Βρετανία αποδέχθηκε κατ’ αρχήν το σχεδιάγραμμα της Επιχείρησης «Αποκλεισμός», αλλά ο προβληματισμός για την δυνητική ταπείνωση και το πολιτικό προηγούμενο που θα συνεπαγόταν την άρση του αποκλεισμού υπό το βάρος των πιέσεων της Ομογένειας της Αμερικής οδήγησε το Λονδίνο στην απαίτηση να φανεί η ουδέτερη Σουηδία ως ο ιθύνων νους της πρωτοβουλίας για την αποστολή της βοήθειας. Η ΕΒΕΕ συμφώνησε να αποδοθεί δημόσια αναγνώριση προς την Στοκχόλμη. Έτσι, στις 2 Μαρτίου, το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον κάλεσαν επισήμως την σουηδική κυβέρνηση να αναλάβει το πρόγραμμα αρωγής. Η Στοκχόλμη δέχθηκε να αναλάβει το πρόγραμμα και στις 19 Μαρτίου ο σουηδός υπουργός εξωτερικών Έρικ Μπόχεμαν παρουσίασε το σχέδιο στις δυνάμεις του Άξονα. Οι Ιταλοί έδωσαν θετική απάντηση για το σχέδιο στις 7 Απριλίου και η αποδοχή εκ μέρους της Ρώμης ακολουθήθηκε από μια ακόμη πιο θερμή απάντηση από το Βερολίνο στις 27 Απριλίου.
Όμως, η εφαρμογή του προγράμματος καθυστέρησε εξαιτίας διαφορών που προέκυψαν γύρω από την δομή της σχεδιασθείσης επιτροπής αρωγής. Οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και Ιταλίας υπέθεσαν ότι οι υφιστάμενες αρχές του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα, οι οποίοι είχαν την διεύθυνση των επιχειρήσεων αρωγής από την περίοδο του «Κουρτουλούς» θα εξακολουθούσαν να επιβλέπουν την διανομή τυχόν αγαθών ανθρωπιστικής βοήθειας και στο μέλλον. Η βρετανική κυβέρνηση, που ήταν φανερά δυσαρεστημένη με τον μηχανισμό του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, απαίτησε την μη συμμετοχή των αρχικών επιτροπών στην Αθήνα σε οποιεσδήποτε διευρυμένες επιχειρήσεις χορήγησης αρωγής και ζήτησε να παραχωρηθεί αποκλειστική ευθύνη στις σουηδικές αρχές για την εφαρμογή του προγράμματος. Καμία από τις εχθρικές δυνάμεις έδειξαν διάθεση συμβιβασμού και οι διαπραγματεύσεις για την αποστολή βοήθειας έφτασαν σε αδιέξοδο, το οποίο κράτησε μέχρι τις αρχές Αυγούστου. Πιεζόμενη από τις ΗΠΑ, η βρετανική κυβέρνηση επιτέλους δέχθηκε ένα συμβιβαστικό σχέδιο που ετοίμασε ο υπουργός εξωτερικών Μπόχεμαν για την ίδρυση μιας αποκαλούμενης Επιτροπής Δράσης, που θα αποτελείτο από Έλληνες, Σουηδούς και Ελβετούς και θα καθίστατο αποκλειστικά υπεύθυνη για την διανομή της βοήθειας. Η αρχική Επιτροπή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού θα συνέχιζε την λειτουργία της, αλλά μόνο ως σύνδεσμός μεταξύ της Επιτροπής Δράσης και των αρχών του Άξονα.
Η Επιτροπή Δράσης άρχισε να λειτουργεί τον Αύγουστο του 1942, υπό την νέα επίσημη ονομασία της, Μεικτή Επιτροπής Βοήθειας. Η Επιτροπή είχε την έδρα της στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, στην Αθηναϊκή συνοικία του Κολωνακίου και η Στοκχόλμη όρισε έναν σουηδό πολίτη, τον Εμίλ Σάντστρομ, ως πρόεδρο της οργάνωσης. Ο μηχανισμός χορήγησης αρωγής συντονιζόταν από δύο ανώτατα κέντρα – την έδρα γενικής διοίκησης στην Αθήνα και το γραφείο του Πειραιά, το οποίο επέβλεπε την επεξεργασία και διανομή των αποστολών ανθρωπιστικής βοήθειας.
Η γενική έδρα στην Αθήνα συμπεριελάμβανε δύο υφιστάμενα τμήματα που ήταν υπεύθυνα για την διανομή της βοήθειας. Ένα από αυτά τα τμήματα διηύθυνε την διανομή στις επαρχίες και διατηρούσε αντιπροσώπους και μεγάλα κέντρα αρωγής στην Καλαμάτα, Πάτρα, Θεσσαλονίκη και τον Βόλο, ενώ το δεύτερο τμήμα υπηρετούσε τις περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά. Η επίβλεψη της διανομής στα νησιά τελούσε υπό την ευθύνη ενός υποκαταστήματος της Επιτροπής στην Κρήτη και δύο περιοδεύοντες αντιπροσώπους που ήταν αποσταλμένοι στην Χίο, Λέσβο και Σάμο. Σε τοπικά επίπεδο, ένα δίκτυο επιτροπών και υποεπιτροπών, το οποίο αριθμούσε περίπου 1.600 το 1943, έφτασε περί τις 3.000 το 1944 και ξεπέρασε τις 5.300 το 1945 ιδρύθηκε για να διαχειριστεί τον καταμερισμό των εφοδίων σε κωμοπόλεις και χωριά. Όσον αφορά στα επίσημα στελέχη, μέχρι το τέλος του 1942, η Επιτροπή συμπεριελάμβανε είκοσι πέντε Σουηδούς και Ελβετούς εκτελεστικούς διευθυντές και σχεδόν πενήντα Έλληνες και Ελβετούς ιατρούς, περίπου 1.000 εθελοντές στον τομέα της ιατρικής και νοσηλευτικής υποστήριξης, περίπου 3.000 εθελοντές εργάτες και πάνω από 1.200 υπαλλήλους.
Για να προφυλαχθεί η διαδικασία διανομής από σπατάλη και κακοδιαχείριση, το κάθε τμήμα της Μεικτής Επιτροπής Αρωγής είχε την δική του λεγόμενη μονάδα επαλήθευσης, που ήταν επιφορτισμένη με ευθύνες επιθεώρησης, καθώς επίσης και την ευθύνη για την ρύθμιση των υπηρεσιών. Οι εργατικές και εκτελεστικές εξουσίες των μονάδων επαλήθευσης ενισχύθηκαν σημαντικά από το γεγονός ότι οι μονάδες αυτές έχαιραν όχι μόνο δικαιώματα εποπτείας, αλλά και εξαιρετικής νομικής εξουσίας. Με λίγα λόγια, δόθηκε στους αξιωματούχους των μονάδων επαλήθευσης της Μεικτής Επιτροπής Αρωγής νομική εξουσία από τις κατοχικές αρχές να ασκήσουν διώξεις για οποιαδήποτε παράβαση των κανονισμών της Επιτροπής. Μολονότι ένα τεράστιο και πολύπλοκο δίκτυο όπως ήταν το πανελλαδικό σύστημα αρωγής που λειτουργούσε στην κατεχόμενη Ελλάδα δεν θα μπορούσε να είναι άμοιρο λειτουργικών προβλήματά, η νομική εξουσία που χορηγήθηκε στις μονάδες επαλήθευσης αποσκοπούσε – και πέτυχε σε μεγάλο βαθμό – στο να λειτουργεί ως ουσιαστικός αποτρεπτικός μηχανισμός έναντι της αναποτελεσματικότητας και της τυχόν διαφθοράς.
Καθώς η Μεικτή Επιτροπή Αρωγής ανέπτυσσε τον διοικητικό και λειτουργική μηχανισμό της, η ΕΒΕΕ και ο ομόλογός της στην Κοινοπολιτεία, το Καναδικό Ταμείο Βοήθειας για την Εμπόλεμη Ελλάδα (ΚΤΒΕΕ), έλαβαν μια σημαντική δωρεά ανθρωπιστικής βοήθειας από την καναδική κυβέρνηση. Η Οτάβα δώρισε 15.000 τόνους σιταριού για το έργο αρωγής, ενώ η ΕΒΕΕ και το ΚΤΒΕΕ αγόρασαν από κοινού πενήντα τόνους ιατρικών εφοδίων από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό. Τα υλικά αυτά, στο σύνολό τους, φορτώθηκαν σε τρία σουηδικά πλοία που έφυγαν από το Μόντρεαλ με προορισμό την Ελλάδα στις 7 Αυγούστου 1942.
Έκτοτε, η αποστολές βοήθειας έγιναν τακτικές και συστηματικές. Φορτία με ανθρωπιστική βοήθεια που προερχόταν τόσο από τον Καναδά όσο και από τις ΗΠΑ, μεταφέροντο μηνιαίως από έναν στόλο που ανερχόταν αρχικά σε οκτώ, αργότερα σε δώδεκα και τελικά, ως το καλοκαίρι του 1944, σε δεκαέξι σουηδικά πλοία. Από τον Αύγουστο το 1942 και μετέπειτα, το πρόγραμμα αρωγής διένειμε κατ’ ελάχιστον ένα μηνιαίο φορτίο 15.000 τόνους σιταριού, 3.000 τόνους αποξηραμένων λαχανικών, 100 τόνους γάλα σκόνη και άλλα αγαθά αρωγής στην Ελλάδα.
Τα έξοδα για τα εφόδια ανθρωπιστικής βοήθειας και την μεταφορά τους είχαν αναληφθεί από την ΕΒΕΕ και το ΚΤΒΕΕ. Σταδιακά, ως συνδρομή στην διατήρηση της τεράστιας αυτής ανθρωπιστικής πρωτοβουλίας, η ΕΒΕΕ και το ΚΤΒΕΕ εξασφάλισαν ποικίλου είδους οικονομική και υλική βοήθεια από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό, την καναδική κυβέρνηση, την αμερικανική κυβέρνηση και άλλες φιλανθρωπικές κυβερνήσεις και οργανισμούς. Με τους παραπάνω πόρους και την στήριξη που διέθετε της, η Μεικτή Επιτροπή Αρωγής λειτούργησε με εντυπωσιακή επιτυχία για το υπόλοιπο διάστημα της κατοχής και τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση. Ως τις 7 Μαρτίου 1945, η ΕΒΕΕ είχε προλάβει να στείλει 101 ανθρωπιστικά κομβόι στην Ελλάδα, που μετέφεραν 600.000 τόνους σιταριού και άλλων τροφίμων, 3.000 τόνους ρουχισμού και 20.000 τόνους φαρμάκων και συναφών αγαθών. Σε οικονομικά μεγέθη, ο αγώνας για την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας που ανέλαβαν οι ομογενείς προσέφερε στην Ελλάδα εφόδια με εκτιμώμενη αξία που ξεπερνά τα $100.000.000. Μέσα από αυτήν την γενναιοδωρία και ανθρωπιστική παρέμβαση, η Επιχείρηση «Αποκλεισμός» της ΕΒΕΕ απέτρεψε την επανάληψη του καταστροφικού λιμού του χειμώνα του 1941-1942 και την εκδήλωσή του σε μεγαλύτερη κλίμακα κατά τους επόμενους δύο χειμώνες της κατοχής και του χειμώνα που επακολούθησε της απελευθέρωσης. Όντως, χωρίς την αποστολή της εμπράγματης βοήθειας, οι επίσημες εκτιμήσεις που έγιναν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942 προέβλεπαν ότι θα σημειώνοντο 1.000.000 θάνατοι κατά τον επακόλουθο χειμώνα, με παρόμοιες απώλειες και τον μεθεπόμενο χειμώνα σε περίπτωση που θα συνεχιζόταν η κατοχή. Έτσι, το ανθρωπιστικό ενδιαφέρον της ελληνοαμερικανικής κοινότητας για την Ελλάδα, πολιτικό επακόλουθο του οποίου ήταν η συντονισμένη άσκηση πίεσης για την αλλαγή στον στρατηγικό σχεδιασμό των Συμμάχων, δημιούργησε τις απαραίτητες συνθήκες που επέτρεψαν αυτήν τούτη την επιβίωση του ελληνικού λαού.
Σε τελική ανάλυση, πέραν της σταθερά προσηλωμένης αφοσίωσης της ελληνοαμερικανικής ομογένειας, η ΕΒΕΕ πέτυχε στον αγώνα της κατά του λιμού που ενέσκηψε στην Ελλάδα διότι ήταν εφοδιασμένη με τεράστια δομικά κεφάλαια. Η ΕΒΕΕ είχε σημαντικά οργανωτικά πλεονεκτήματα υπό την μορφή τοπικών, περιφερειακών και παναμερικανικών δικτύων που είχαν αναπτυχθεί πριν από τον Β΄ ΠΠ ως σημαντικοί θεσμοί εντός της Ομογένειας. Κοντολογίς, κινητοποιώντας την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, εθνικοτοπικά σωματεία και άλλους οργανισμούς, η ΕΒΕΕ κατόρθωσε να συνδυάσει τα ποικίλα δίκτυα των κοινοτήτων της διασποράς σε ένα υπολογίσιμο και ενωμένο εθνικό κίνημα με διεθνές κύρος. Οι δομές, π.χ., της Εκκλησίας και της ΑΧΕΠΑ, με αμφότερα να έχουν εξελιχθεί πλήρως σε αξιοθαύμαστους θεσμούς ως το 1930, βοήθησαν την Ομογένεια να προετοιμαστεί για ένα επιτυχές κίνημα παρεμβατισμού κατά την δεκαετία του 1940. Η ΕΒΕΕ προώθησε τον παρεμβατισμό αυτόν με την επιτυχή συνένωση των διαφόρων λαϊκών οργανώσεων σε έναν άνευ προηγουμένου μηχανισμό της διασποράς με σκοπό την άσκηση πίεσης και την ανάληψη εκστρατείας υπέρ της χορήγησης ανθρωπιστικής βοήθειας προς την Ελλάδα, που διέτρεχε κίνδυνο και ήταν αδύναμη.
Οι ενέργειες που ανελήφθησαν υπέρ της παροχής βοήθειας στον λιμοκτονούντα ελληνικό λαό εκ των πραγμάτων υπολόγισαν όχι μόνο τις οικονομικές και οργανωτικές ανάγκες που απαιτούντο από τέτοιου είδους κρίσεις, αλλά επίσης και τις πολύπλοκες πολιτικές και διπλωματικές προκλήσεις που ενείχε ένας τέτοιος αγώνας. Χωρίς να πτοηθεί από φαινομενικά αξεπέραστα διεθνή εμπόδια, ο σχετικά εξελιγμένος χαρακτήρας της ΕΒΕΕ ως παράγοντας άσκησης πίεσης συνέτεινε στο να φτάσει σε ένα επίπεδο επιτυχίας σχετικά με την αποστολή του, που καμία άλλη συγκρίσιμη οργάνωση δεν κατόρθωσε να πετύχει κατά την διάρκεια του πολέμου. Με άλλα λόγια, η ΕΒΕΕ πέτυχε να υποχρεώσει τα εχθρικά κράτη να αλλάξουν τις πολιτικές τους και να συμμορφωθούν με όσα πρόσταζαν οι ανθρωπιστικές επιταγές. Χάρη στην ΕΒΕΕ, η Ελλάδα υπήρξε το μόνο κράτος που ευεργετήθηκε από ένα μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα αρωγής που σχεδιάστηκε και προήλθε από το Συμμαχικό στρατόπεδο, αλλά εφαρμόστηκε στην κατεχόμενη Ευρώπη. Επιπλέον, οι ενέργειες της ΕΒΕΕ επιφύλαξαν σημαντικές εξελίξεις για το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής Ευρώπης. Όντως, το πολύ επιτυχημένο ιστορικό της παροχής βοήθειας στην εμπόλεμη Ελλάδα στάθηκε ως το λειτουργικό προηγούμενο του κολοσσιαίου προγράμματος παροχής βοήθειας στην μεταπολεμική ευρωπαϊκή ήπειρο που ανέλαβε η Διεύθυνση Βοήθειας και Αποκατάστασης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Εν ολίγοις, τα μοντέλα σχεδιασμού και οι μέθοδοι λειτουργίας που ανεπτύχθησαν και εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα από την ΕΒΕΕ αντεγράφησαν στην συνέχεια και εφαρμόστηκαν σε τεράστια κλίμακα από τα Ηνωμένα Έθνη.
Οι ομογενείς που δρούσαν κατά την διάρκεια του Β΄ ΠΠ δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν τον τεράστιο αντίκτυπο που θα είχε ο αγώνας τους για παροχή βοήθειας υπέρ των αδελφών τους στην Ελλάδα επάνω στους λαούς ολόκληρης της Ευρώπης. Ως το τέλος του πολέμου, όμως, η Ελληνοαμερικανική Κοινότητα μπορούσε να κάνει μια πρώτη εκτίμηση της σπουδαιότητας του ανθρωπιστικού θριάμβου που πέτυχε στην Ελλάδα. Συνοπτικά, δεν υπάρχει μεγαλύτερο χειραπτό στοιχείο για την σημασία της ελληνοαμερικανικής κοινότητας για την Ελλάδα από το γεγονός ότι η ανθρωπιστική παρέμβαση των πρώτων έσωσε σχεδόν το ένα τρίτο του ελληνικού λαού από την λιμοκτονία. Η αξιόλογη αυτή πτυχή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως το βασικότερο επίτευγμα της ελληνοαμερικανικής κοινότητας ως μηχανισμού παρέμβασης και άσκησης πίεσης. Όντως, από την εποχή που η διασπορά ανέλαβε κεντρικό ρόλο στην αφύπνιση του λαού και της διεθνούς κοινότητας για την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων, πουθενά αλλού δεν έχει παρατηρηθεί η διεκπεραίωση ενός τόσο κρίσιμου ρόλου από Έλληνες του εξωτερικού για την διαφύλαξη και επιβίωση του ελληνικού κράτους όπως αυτόν που ανέλαβε η ελληνοαμερικανική κοινότητα κατά την διάρκεια της κρίσης που δημιούργησε ο Β΄ ΠΠ.
Ευχαριστίες
Θα ήθελα να εκφράσω ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη στην Καθηγήτρια Ελισάβετ Χ. Προδρόμου του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και του Ινστιτούτου για την Θρησκεία και των Παγκοσμίων Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Βοστώνης για τα πολύτιμα αναλυτικά σχόλειά της και τις ερμηνευτικές προτάσεις που συνέβαλαν τα μέγιστα στην συγγραφή της ανά χείρας μελέτης. Είμαι επίσης ευγνώμων στον Καθηγητή Τσάρλς Χ. Μόσκο του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Νορθουέστερν για την στήριξη και παρότρυνση που μου προσέφερε σχετικά με την έρευνα που πραγματοποίησα στον συγκεκριμένο χώρο των ελληνικών και ελληνοαμερικανικών σπουδών.