Χρήσιμα Ἐλαττώματα
Posted by estiator at 16 September, at 11 : 53 AM Print
Τα «Χρήσιμα Ελαττώματα», που λάνθαναν μέχρι πρόσφατα, δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά στην εφημερίδα Εμπρός της 31.12.1897 σε ξεχωριστό λογοτεχνικό ημίφυλλο. Τα αναδημοσιεύουμε από την Athens Review of Books, τεύχος 64, Ιούνιος 2016, όπου δημοσιεύθηκαν με επιλεγόμενα του Σωτήρη Τσέλικα.
Εµµανουήλ Ροΐδης, σκίτσο του Κωνσταντίνου Παπαµιχαλόπουλου
■ Τοῦ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗ
Ἄξιον τῷ ὄντι σημειώσεως εἶναι, ὅτι μόνον εἰς τὰς ὑψηλὰς θέσεις δύναται νὰ εὕρῃ ἄσυλον ἡ βλακεία. Ἀδύνατον λ.χ. εἶναι νὰ ἐκπληρώσῃ τις τὰ καθήκοντα εἰρηνοδίκου, ἂν δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ μοιράσῃ δύο ἀντιδίκων ἄχυρα καὶ νὰ συντάξῃ ἀπόφασιν ἐκ τοῦ προχείρου, κάλλιστα ὅμως δύναται ὁ τυχὼν νὰ προσθέσῃ τὴν τιμημένην ὑπογραφήν του εἰς ἀπόφασιν τοῦ Ἀρείου Πάγου. Διὰ νὰ διδάξῃ τις ὡς ἑλληνοδιδάσκαλος ἢ σχολάρχης πρέπει νὰ γνωρίζῃ τουλάχιστον τὰ στοιχεῖα τῆς γραμματικῆς καὶ τῆς ὀρθογραφίας, ἐνῷ πρὸς πλήρωσιν πανεπιστημιακῆς θέσεως, ἀρκεῖ νὰ ἠξεύρῃ ν᾽ ἀναγινώσκῃ ἓν οἷον δήποτε τετράδιον ἀπὸ τοῦ ὕψους καθηγητικῆς ἕδρας ἢ ὅσην ὁ μακαρίτης [Νικόλαος] Κοτζιᾶς φιλοσοφίαν.
Ὑπάρχει ἀλήθειά τις, τὴν ὁποίαν οὐδεὶς μὲν ὁμολογεῖ, ἀλλὰ καὶ δὲν δύναται εἰλικρινῶς καὶ ἀμερολήπτως ἐξετάζων τὰ πράγματα νὰ μὴν ἀναγνωρίσῃ. Εἶναι δὲ αὕτη, ὅτι εἰς τὸν κοινωνικὸν βίον ἐπιτυγχάνει τις καὶ προάγεται διὰ τῶν ἐλαττωμάτων πολὺ μᾶλλον ἢ διὰ τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἀξίας αὐτοῦ.
Ἂν τοῦτο ἀληθεύῃ, ὡς θ᾽ ἀποδείξωμεν εὐθὺς κατωτέρω, οὐδεμία ἄλλη ὑπάρχει τόσον ἀσύμφορος μωρία, ὅσον νὰ ζητῇ τις νὰ διορθώσῃ τὰ χρήσιμα ἐλαττώματά του, ἀφοῦ τοῦτο πράττων στειρεύει τὴν πηγὴν πάσης ἐπιτυχίας, χάνει τὴν ἐφ᾽ ἑαυτὸν πεποίθησιν καὶ κατέρχεται ἄοπλος εἰς τὸν βιωτικὸν ἀγῶνα.
Ὁ θέλων νὰ διορθώσῃ τὰ ἐλαττώματά του πρέπει πρὸ παντὸς ἄλλου νὰ γνωρίσῃ αὐτά. Ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ἤδη καθ᾽ ἑαυτὸ μέγιστον μειονέκτημα. Κατὰ τὸν ἀρχαῖον φιλόσοφον ἡ ἀρχὴ σοφίας εἶναι τὸ «γνῶθι σαὐτόν». Ἀλλὰ τὸ παράγγελμα τοῦτο δύναται ν᾽ ἀποβῇ χρήσιμον εἰς μόνον τὸν ὀρεγόμενον νὰ ζήσῃ ὡς φιλόσοφος, ἤτοι οὐδὲν νὰ φιλοδοξήσῃ καὶ οὐδὲν νὰ κατορθώσῃ. Ὁ εἰς ταῦτα ἀρκούμενος δύναται νὰ παραδοθῇ ἀκινδύνως εἰς τὴν πενιχρὰν ἀπόλαυσιν τῆς γνώσεως ἑαυτοῦ καὶ τῆς καταμετρήσεως τῆς ἀθλιότητός του, ἥτις ἐνδέχεται νὰ τὸν καταστήσῃ κατάλληλον πρὸς βίον καλογήρου ἢ γυμνοσοφιστοῦ. Ἀλλ᾽ ὁ θέλων νὰ εὐδοκιμήσῃ μεταξὺ τῶν ὁμοίων του, νὰ ὑψωθῇ ὑπεράνω αὐτῶν, νὰ καταλάβῃ ἐπίζηλον θέσιν, νὰ προαχθῇ καὶ νὰ εὐπραγήσῃ πρέπει πρὸ πάντων ν᾽ ἀπέχῃ ἀπὸ πάσης ἐκτιμήσεως ἑαυτοῦ, ἀφοῦ ἐνενηκοντάκις τοῖς ἑκατὸν οὐδὲν ἄλλο δύναται ἐκ ταύτης ν᾽ ἀντλήσῃ ἢ τελείαν ἀποθάρρυνσιν. Ὁ ἐπιμένων νὰ γνωρίσῃ πρὸς τί εἶναι πράγματι ἱκανὸς πλειστάκις ἀνακαλύπτει, ὅτι ἡ φύσις καὶ τὸ πνεῦμα καθιστῶσιν αὐτὸν κατάλληλον μόνον πρὸς βόσκησιν προβάτων ἢ στίλβωσιν ὑποδημάτων, ἡ δὲ ἀνακάλυψις αὕτη δὲν φαίνεται δυναμένη νὰ ἱκανοποιήσῃ τῶν πλείστων τὴν φιλοδοξίαν. Ἡ ἄγνοια ἀπ᾽ ἐναντίας ἐμπνέει πεποίθησιν καὶ θάρρος πρὸς πᾶν ἔργον. Μόνος ὁ ἀγνοῶν ἑαυτὸν δύναται ν᾽ ἀποβλέπῃ εἰς πᾶν ἐπάγγελμα καὶ πᾶν ἀξίωμα καὶ ἐκλέγων μεταξὺ τῶν ἀνωτάτων νὰ εἴπῃ σπουδάζων: «Θέλω νὰ γείνω ἐπιστήμων, πολιτικὸς ἀνήρ, καλλιτέχνης, στρατηγός, ὑπουργὸς ἢ δραματογράφος». Τὸ δὲ κοινὸν βοηθεῖ αὐτοὺς πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ ποθουμένου, διότι ἀπὸ πολλοῦ ἐσυνείθισε νὰ ταυτίζῃ τὰς ἀξιώσεις μετὰ τῆς ἀξίας. Ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ὑπερτίμησις ἑαυτοῦ ἀποβαίνει οὕτω τὸ πρῶτον καὶ ἀπαραίτητον ἐλατήριον προαγωγῆς καὶ κοινωνικῆς ἐπιτυχίας. Ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους βλέπομεν κατέχοντας τὰς ὑψίστας θέσεις δὲν θὰ κατελάμβανον βεβαίως αὐτάς, ἂν εἶχον ὑποπέσει εἰς τὸ ὀλέθριον σφάλμα νὰ καταμετρήσωσι τὴν ἱκανότητά των. Θὰ ἦσαν τότε ταπεινοὶ καὶ ἡ μετριοφροσύνη των θὰ ἀπεστέρει αὐτοὺς τῶν ὅσα ἠδυνήθησαν νὰ κατακτήσωσι, διὰ τὸν μόνον λόγον ὅτι ἐτόλμησαν νὰ ἐπιδιώξωσι ταῦτα.
Οὐδόλως λοιπὸν διστάζομεν νὰ κηρύξωμεν ὅτι ἐξ ὅλων τῶν προσόντων ἡ οἴησις, ἡ ἔπαρσις καὶ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τοῦ «Γνῶθι σαὐτὸν» εἶναι τὰ χρησιμώτατα πρὸς κοινωνικὴν προαγωγήν. Τὰ ἐλαττώματα ταῦτα ἀρκοῦσι πρὸς ἀναπλήρωσιν παντὸς προτερήματος καὶ πλήρωσιν παντὸς πόθου.
Μετὰ τὴν οἴησιν τὸ πολυτιμότατον πρὸς εὐδοκίμησιν ἐφόδιον εἶναι ἡ τελεία ἀνικανότης. Ὁ ἀνίκανος ἔχει περισσοτέρας παντὸς ἄλλου πιθανότητας νὰ καταλάβῃ περιζήτητον θέσιν.
Ὑποθέσατε οἰκογένειαν ἔχουσαν δύο υἱούς. Τὸν ἕνα ἔξυπνον, νοήμονα, δραστήριον καὶ ἐργατικόν. Τὴν ἀξίαν του ἀναγνωρίζουσιν οἱ περὶ αὐτὸν λέγοντες: «Περὶ αὐτοῦ δὲν ἔχω τὴν παραμικρὰν ἀνησυχίαν». Καὶ ἐκ τούτου ἐλαχίστην παρέχουσιν εἰς αὐτὸν προστασίαν ἀφίνοντες αὐτὸν νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ εὕρῃ μόνος τὸν δρόμον του, ἀφοῦ δὲν φοβοῦνται ὅτι θὰ ἔλθῃ ποτὲ νὰ τοὺς ἐνοχλήσῃ. Ὁ ἀδελφός του ἀπ᾽ ἐναντίας εἶναι τέλειος βλάξ, ἀνήκων εἰς τὴν τρίτην κατηγορίαν τῶν τελείως ἀχρήστων τοῦ Ἡσιόδου καὶ πρὸς οὐδὲν ἄλλο κατάλληλος ἢ ν᾽ αὐξάνῃ διὰ τῆς κόπρου του τὴν γονιμότητα χωραφίου. Πρὸς ἐξοικονόμησιν τοῦ βλακὸς τούτου συγκαλοῦνται ἀλλεπάλληλα συγγενικὰ καὶ φιλικὰ συμβούλια, τὰ ὁποῖα μετὰ πολλὰς σκέψεις καὶ γνωμοδοτήσεις καταλήγουσιν εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ ταλαίπωρος νέος οὐδὲν δύναται νὰ πράξῃ ὁ ἴδιος ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀπαραίτητος ἀνάγκη καὶ ἱερὰ αὐτῶν ὑποχρέωσις νὰ εὕρωσιν εἰς αὐτὸν μίαν καλὴν θέσιν, εἴτε εἰς καμμίαν τράπεζαν εἴτε εἰς δημοσίαν ὑπηρεσίαν.
Κατὰ πρώτην ὄψιν ἡ ἰδέα ν᾽ ἀνατεθῇ εἰς αὐτὸν ἡ φροντὶς περὶ ξένων ἰδιωτικῶν ἢ δημοσίων ὑποθέσεων, διὰ τὸν μόνον λόγον ὅτι εἶναι ἀνίκανος νὰ φροντίσῃ περὶ τῶν ἰδικῶν του, δύναται νὰ φανῇ κάπως ἀλλόκοτος. Τοῦτο ὅμως δὲν ἐμποδίζει συνήθως τὴν πραγματοποίησιν αὐτῆς, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἀκριβῶς ἀνάλογος τοῦ βαθμοῦ τῆς ἀνικανότητος τοῦ προστατευομένου εἶναι ἡ δραστηριότης τῆς προστασίας. Αὕτη ἄρχεται ἀπὸ τῶν σχολικῶν βάθρων καὶ ἐξακολουθεῖ μέχρι τῆς ἀποφοιτήσεως ἐκ τοῦ Πανεπιστημίου. Ὅσον τῷ ὄντι περισσότερον εἶναί τις βλάξ, τόσον μεγαλειτέρα εἶναι ἡ ἀνάγκη νὰ ἐφοδιασθῇ διὰ πτυχίου διδάκτορος, ὅπως ἔπειτα ἐξοικονομηθῇ. Ἀλλ᾽ εὐτυχῶς οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ καθηγηταί, ἡ πλειονοψηφία τουλάχιστον αὐτῶν, δὲν εἶναι ἀγριάνθρωπος, ἀπρόσιτος εἰς συστάσεις, θωπείας, φιλοφρονήσεις καὶ ἰσχυρῶν φίλων παρακλήσεις. Ἔπειτα τέλος πάντων οὐδὲν ἄλλο ζητεῖται ἀναφανδὸν παρ᾽ αὐτῶν εἰμὴ μόνον νὰ ἐνθαρρύνωσιν τὸν δυστυχῆ νέον, τὸν φύσει ἐντροπαλὸν καὶ συνεσταλμένον, οἴκοθεν ὑπονοουμένου ὅτι ἡ ἐνθάρρυνσις σημαίνει ἀποχὴν ἀπὸ πάσης ἐρωτήσεως δυναμένης νὰ καταστήσῃ τὴν ἀμάθειαν τοῦ συνιστωμένου ψηλαφητήν.
Εὐθὺς μετὰ τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ ἀπαραιτήτου τούτου ἐφοδίου, ἄρχονται οἱ πρὸς εὕρεσιν καταλλήλου θέσεως ἀγῶνες. Ἀληθῶς κατάλληλος διὰ τὸν ὑποψήφιον θὰ ἦτο ἡ τοῦ γραμματοκομιστοῦ, ἂν ἀρέσκεται εἰς τοὺς περιπάτους ἢ τοῦ φύλακος μουσείου, ἂν δὲν ἔχῃ καλοὺς πόδας. Τὸ ἐλεεινὸν παράγγελμα «γνῶθι σαὐτόν», θὰ περιώριζεν ἴσως εἰς ταύτας τὰς ἀξιώσεις του, ἀλλ᾽ ἡ εὐτυχὴς ἄγνοια τὸν σώζει ἀπὸ τοιαύτης ἐκπτώσεως, ἡ δὲ ἀνικανότης του παροξύνει τοὺς ὑπὲρ αὐτοῦ ἀγῶνας. Ὁ θεῖός του ὁ βουλευτὴς παρέχει τὴν προστασίαν τῆς ψήφου του· ἡ θεῖά του, σύζυγος ὁμογενοῦς, δίδει καλὰ γεύματα· ἡ εὔμορφη ἐξαδέλφη του μοιράζει ἡδυπαθῆ βλέμματα καὶ ἀνέχεται (ὁ σκοπὸς δικαιώνει τὰ μέσα), λάγνων γεροντίων τὰς ἐρωτολογίας καὶ τὰς πλατωνικὰς θωπείας. Δύσκολον δὲ εἶναι μετὰ τὴν κατάλληλον χρῆσιν πάντων τούτων τῶν μέσων νὰ μὴν κατορθωθῇ ἐν ἡμερωμένῃ κοινωνίᾳ ἡ ἐξοικονόμησις καὶ ἡ ταχεῖα προαγωγὴ τοῦ βλακός. Οὐδὲ θὰ ἦτο πολὺ δίκαιον νὰ μεμφώμεθα τοὺς προστάτας του, ὅτι ἐπιζητοῦσιν ὑπὲρ αὐτοῦ μεγάλας μόνον θέσεις, διότι πράττουσι τοῦτο οὐχὶ τόσον ἐκ φιλοδοξίας, ὅσον ἐξ ἀναποδράστου ἀνάγκης. Ἄξιον τῷ ὄντι σημειώσεως εἶναι, ὅτι μόνον εἰς τὰς ὑψηλὰς θέσεις δύναται νὰ εὕρῃ ἄσυλον ἡ βλακεία. Ἀδύνατον λ.χ. εἶναι νὰ ἐκπληρώσῃ τις τὰ καθήκοντα εἰρηνοδίκου, ἂν δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ μοιράσῃ δύο ἀντιδίκων ἄχυρα καὶ νὰ συντάξῃ ἀπόφασιν ἐκ τοῦ προχείρου, κάλλιστα ὅμως δύναται ὁ τυχὼν νὰ προσθέσῃ τὴν τιμημένην ὑπογραφήν του εἰς ἀπόφασιν τοῦ Ἀρείου Πάγου. Διὰ νὰ διδάξῃ τις ὡς ἑλληνοδιδάσκαλος ἢ σχολάρχης πρέπει νὰ γνωρίζῃ τουλάχιστον τὰ στοιχεῖα τῆς γραμματικῆς καὶ τῆς ὀρθογραφίας, ἐνῷ πρὸς πλήρωσιν πανεπιστημιακῆς θέσεως, ἀρκεῖ νὰ ἠξεύρῃ ν᾽ ἀναγινώσκῃ ἓν οἷον δήποτε τετράδιον ἀπὸ τοῦ ὕψους καθηγητικῆς ἕδρας ἢ ὅσην ὁ μακαρίτης Κοτζιᾶς φιλοσοφίαν. Ὅσον ἀκριβέστερον ἐξετάζῃ τις τὰ πράγματα, τόσον μᾶλλον πείθεται ὅτι μόνα τὰ μεγάλα ἀξιώματα εἶναι προσιτὰ εἰς τοὺς ἀνικάνους νὰ ἐκπληρώσωσι τὰ καθήκοντα τῶν μικρῶν, καὶ ὡς ἐκ τούτου διὰ ταῦτα μόνον ὡρίσθησαν προσόντα, θεωρηθέντος ὡς ἀναμφισβητήτου ὅτι ὁ πρὸς πᾶν ἄλλο ἄχρηστος δύναται κάλλιστα νὰ χρησιμοποιηθῇ ὡς γενικὸς πρόξενος, νομικὸς σύμβουλος, νομάρχης, ἀρχιεπίσκοπος ἢ γραμματεὺς πρεσβείας. Ὁ μὲν εὐφυὴς καὶ φιλόπονος ἀναγκάζεται νὰ στηριχθῇ εἰς μόνας τὰς δυνάμεις του, διὰ τῶν ὁποίων μόνον βραδέως καὶ ἐπιπόνως δύναται νὰ προοδεύσῃ, ἐνῷ ὁ βλὰξ ἔχει ὑπὲρ ἑαυτοῦ τὸ ἀσυγκρίτως σπουδαιότερον κεφάλαιον τῆς ἀκοιμήτου προστασίας πάντων τῶν περὶ αὐτόν, οἵτινες θεωροῦσι καθῆκον καὶ ἱερὰν ὑποχρέωσιν τὴν πρὸς ἐξοικονόμησιν τοῦ ἀναπήρου φροντίδα.
Οὐδόλως ἀρνούμεθα ὅτι τὸ σύστημα τοῦτο εἶναι μέχρι τινὸς φιλάνθρωπον καὶ εὐαγγελικόν, ἀλλὰ καὶ δὲν δυνάμεθα ν᾽ ἀποκρύψωμεν, ὅτι ἐξωθούμενον εἰς τὰ ἄκρα συνεπάγει καί τινα μικρὰ ἀτοπήματα, ὡς τὴν καταβολὴν πολεμικῆς ἀποζημιώσεως ἑκατὸν ἑκατομμυρίων, τὸν ἀκρωτηριασμὸν τῆς χώρας, τὴν καταναγκαστικὴν φιλοξενίαν Νιζάμηδων, τὰ βεράτια καὶ τὴν σημαντικὴν ἐλάττωσιν τῆς μεγάλης ἰδέας.
Ο ΕMMανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) ήταν σηµαντικός Έλληνας λογοτέχνης και δοκιµιογράφος, γνωστός διεθνώς για το περίφηµο, αριστουργηµατικό έργο του “Η Πάπισσα Ιωάννα”. . Θεωρείται ένας από τους πιο πνευµατώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράµµατα, ενώ το έργο του καλύπτει πολλά διαφορετικά είδη, όπως το µυθιστόρηµα, το διήγηµα, τις κριτικές µελέτες, κείµενα πολιτικού περιεχοµένου, µεταφράσεις και χρονογραφήµατα.